...μια μέρα κράτησα δική μου που δεν λέει να τελειώσει...

Έχεις προσέξει πως συλλαβίζουμε κάθε φορά που συναντιόμαστε, της είπε κοντά στο αυτί, γέρνοντας το σώμα του μπροστά, σαν να έψαχνε κομμάτια μουσικής μέσα στο νερό. Εκείνη, έσκυψε ακόμα περισσότερο, άπλωσε το χέρι στο σύννεφο και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. Πίστεψε για μια στιγμή πως θα του έπιανε το χέρι. Σήκωσε τα μάτια του χωρίς να κουνήσει διόλου το κεφάλι, να δει αν βλέμματα αδιάκριτα κοιτάζουν προς τον βράχο τους. Τίποτα. NADA !!! Έφτανε τόσο για να καταλάβει πως το χέρι της δεν πήγαινε στο δικό του χέρι, μα σε κάτι που λαμπύριζε μέσα στο νερό. Μια αρμαθιά κλειδιά και ένα κράνος από μια πανοπλία ιππότη ήταν αυτό που τράβηξε. - κοίτα, του είπε, Το γούρι μου, εγώ το βρήκα. Δεν έχω βρει ποτέ τίποτα στην ζωή μου. -Ματώνουν τα χείλη μου κάθε φορά που λέω το όνομα σου και εσύ μου μιλάς για τύχες και για γούρια... Δεν είπε τίποτα εκείνη, τον κοίταξε μόνο ίσα στα μάτια και χαμογέλασε - Έλα, τι είναι; Πες μου γιατί χαμογελάς; - Θα σου πω, του λέει χαμηλόφωνα, μα πες ...