TO ONOMA THΣ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ

 




Τον τελευταίο χρόνο τον έβλεπα συχνά πυκνά στους δρόμους της πόλης και τις πλατείες.

Ακόμα και στις διαδηλώσεις τον είχα συναντήσει πολλές φορές.

Κρατούσε μια πάπια στο χέρι και έμοιαζε σαν να είχε κούφιες πέτρες στη μασχάλη.

Μια πάπια με κόκκινη μύτη, γεμάτη σπιθούρια, από εκείνες τις κινέζικες.

Η πάπια είχε όνομα, Ντάλια τη φώναζε. Η Ντάλια όμως ούτε μίλαγε, ούτε λάλαγε, μόνο τέντωνε με μια κάποια υπεροψία τον λαιμό της, σε κάθε χέρι που πλησίαζε να της χαϊδέψει το κεφάλι. Πάπια κατοικίδιο, εντάξει δέσαμε…

Ένα απόγευμα από αυτά του καλοκαιριού που η υγρασία στήνει καρτέρι σε ότι ζωντανό κυκλοφορεί, τους συνάντησα στο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνα.

Η Ντάλια κι εδώ η απόλυτη σταρ. Είχε κλέψει την παράσταση. Ατραξιόν σπουδαία. Μικροί μεγάλοι ολόγυρα της κι εκείνη να τεντώνει το λαιμό της, λες και βολτάριζε στη Βία Βένετο τη δεκαετία του ΄60. Μα και για να λέμε την αλήθεια, υπήρχαν πολλές πιθανότητες, αν υπήρχε τότε, να έκανε κι ένα «περασματάκι» σε κάποια από τις ταινίες του Φελίνι.

Πάπια, κατοικίδιο!!!

Ήθελα να μάθω την ιστορία της Ντάλιας και του…

Πάση θυσία.

Είχα ακουμπήσει στον κορμό μιας κλαίουσας όση ώρα διαρκούσε το σόου. Θα με είχε σιχτιρίσει το δέντρο αν είχε φωνή. Περίμενα καρτερικά την ευκαιρία να πιάσω κουβέντα με τον…

-«Πολύ υγρασία και σήμερα ε; Λες να αρέσει στην Ντάλια η υγρασία»;

Γύρισε με κοίταξε και χαμογέλασε μόνο. Μάλλον δεν ήταν αρκετά έξυπνο αυτό που είπα. 

Η Ντάλια όμως κάτι ακούστηκε να ψελλίζει.

-«Μπα μιλάς»; Της είπα.

Αυτό ήταν και το «διαβατήριο». Η Ντάλια είχε αποφανθεί, με είχε συμπαθήσει.

-«Έλα ρε συ, σε συμπάθησε, σπάνια μιλάει σε αγνώστους», ακούστηκε η φωνή. 

-«Ε, όχι και άγνωστος, την έχω φωτογραφήσει στο δρόμο 2-3 φορές», απάντησα εγώ. 

Είχα πάρει φόρα, τώρα που έγινε η αρχή, θα τα μάθαινα όλα.

-«Λοιπόν, τώρα που έχουμε τη συγκατάθεση της Ντάλιας να συστηθούμε. Σπύρος», του λέω.

-«Στρατής», μου απαντάει και πριν προλάβω να πω το οτιδήποτε, συνέχισε… «Το βλέπεις το αριστερό; Ακούνητο, χρόνια αγκυλωμένο».

Ο Στρατής, κοντά στο 1,80 ύψος με έναν μακρύ λευκό λαιμό γεμάτο φλέβες, σαν τενόρος στο φόρτε του και πάνω σε αυτό τον λαιμό πάσσαλο να στηρίζεται, ένα αβέβαιο κεφάλι.

Το δέρμα του έμοιαζε με την ασπρίλα του, αφυδατωμένο σαν χαρτί έτοιμο να σχιστεί, μόνο το σκρατς δεν ακουγόταν.

Το βήμα του σταθερό και μετρημένο. Σαν ένα αόρατο νήμα να κρατάει δεμένα τα κάτω άκρα και να του επιτρέπει να κάνει βήμα τόσο όσο. Είχε όμως μια καλοσύνη όλο ετούτο το σουλούπι.

-«Ήμουν στη δέστρα της πρύμνης, κόπηκε το βίντσι. Κεραυνός. Μου έκοψε τον τένοντα. Έτσι πάνε τώρα, κοντά στα πέντε χρόνια που σταμάτησα να ταξιδεύω. Θα με ρώταγες έτσι δεν είναι; Δημοσιογράφος δεν είσαι, ε; Είστε περίεργη φάρα κι εσείς».

-«Κοίτα φωτορεπόρτερ είμαι, αλλά εντάξει, λίγο πολύ τα ίδια σκατά είμαστε. Και για να σου πω την αλήθεια, όχι δεν θα σε ρώταγα, γιατί δεν το είχα προσέξει. “Έβλεπα” μόνο την πάπια».

Είναι γεγονός πως εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως παρόλη την κουφόβραση και την υγρασία, ο Στρατής φορούσε μακρυμάνικο πουκάμισο.

-«Ντάλια, Ντάλια όχι πάπια. Η Ντάλια είναι η Ντάλια!!! Είδες, την κάνει τη δουλειά της, τέλειο καμουφλάζ. Αν και τώρα πια λίγο με νοιάζει. Τον πρώτο καιρό ήταν τα δύσκολα. Έτσι την πήρα, έψαχνα τρόπο να μην πολυφαίνεται το ανάπηρο χέρι και μην αρχίσεις κι εσύ τώρα τα μα και τα μου, “πως όχι, δεν είναι σακατιλίκι” και τα ρέστα».

-«Στρατή ότι και να πω εγώ, εσύ τραβάς το ζόρι. Εσύ ξέρεις».

-«Σωστός. Πώς σε είπαμε»;

-«Σπύρος»…

-«Λοιπόν Σπύρο, ναυτικός ήμουν, όπως σου είπα, σε γκαζάδικο. Μεγάλα ταξίδια, μακρινά που λέει κι ο ποιητής».

-«Σου αρέσει κι εσένα ο Καββαδίας»; Ρώτησα.

-«Μωρέ εδώ αρέσει σ’ εσάς τους στεριανούς, σε εμάς τους ναυτικούς δεν θα αρέσει; Σε μας που μας έδωσε υπόσταση και δρόμο»;

-«Σωστός… Ανταπάντησα. Σωστός-σωστός. 1-1»…

Δεν γέλασε.

-«Τελευταίο ταξίδι Κίνα. Είχαμε πιάσει Beijing, σχεδόν 30 μέρες. Αφού ξεμπερδέψαμε με γιατρούς και τελωνεία, είχαμε άδεια να σουλατσάρουμε. Εγώ είχα σκαλώσει με τους ψαράδες του Nanchang, εκεί στο ποτάμι Vangtze. Ήθελα να δω τους ψαράδες που ψαρεύουν με τα πουλιά. Ο αντιπρόσωπος κανόνισε άδειες και χαρτιά, μου βρήκε και οδηγό και βουρ για το Nanchang. Φτάσαμε στο ποτάμι της ζωής τους, εκεί που η ένωση των ποταμών σχηματίζει μια χαλκοπράσινη λίμνη. Από τη μια πλευρά ψηλά κοφτερά βράχια, όλο γυαλάδα. Από την άλλη η πρασινάδα του μπαμπού. Φαντάσου μια λίμνη όπως της Βουλιαγμένης, αλλά εκατό φορές πιο μεγάλη. Στα μέσα, καμιά δεκαριά πλάβες, ο θεός να τις κάνει. Έξι χοντρά καλάμια μπαμπού, επάνω ο «ακροβάτης» ψαράς στα μαύρα, με εκείνα τα καλαμοκάπελα στο κεφάλι που μοιάζουν με πιατίνια. Στη μέση ένα μεγάλο καλάθι και γύρω του 5-6 μαύροι κορμοράνοι. Άρχισαν οι βάρκες την κίνηση. Μια κίνηση τελετουργική, σαν χορογραφία. Εγώ χαζεμένος, μια κοιτούσα τις βάρκες, μια το ναό στα βράχια. Οι κορμοράνοι ασάλευτοι στον κύκλο. Πού και πού κάποιο από τα πουλιά τίναζε τα φτερά του να διώξει το νερό που έπεφτε πάνω του από το κουπί του ψαρά του». 

«Ο κύκλος που λες, κάποια στιγμή γίνεται γαϊτανάκι και οι ψαράδες αρχίζουν να χτυπάνε τα κουπιά. Όταν μπουν τα ψάρια σε αυτό το χορό, ξανά μανά κύκλος οι βάρκες. Το πρώτο πουλί ετοιμάζεται… Βουτάει προς το κέντρο αυτού του κύκλου και μετά το δεύτερο, το τρίτο, το έκτο, το δέκατο. Οι ψαράδες να χτυπάνε τα κουπιά και να χοροπηδάνε ελαφρά πάνω στα καλάμια. Περίεργος χορός. Σαν παιδιά που κάνουν σκανταλιές και το ευχαριστιούνται. Και έρχεται η στιγμή που οι πλάβες σπάνε τον κύκλο και κινούνται ανάμεσα στα πουλιά. Πώς ξέρει το κάθε πουλί τη βάρκα του, πώς ξέρει ο κάθε ψαράς τον κορμοράνο του; Μυστήρια πράγματα. Όταν ο κορμοράνος πιάσει το ψάρι, ξέρει σε ποια βάρκα να πάει, ο ψαράς το πιάνει απ’ το κεφάλι, το ανεβάζει στη βάρκα και το πάει με το ψάρι στο στόμα στο καλάθι. Το πουλί αφήνει εκεί το θήραμα του και πάλι στο νερό. Όλο αυτό δεν κρατάει πάνω από μισή ώρα, ύστερα οι βάρκες στοιχίζονται και ξεμακραίνουν προς τις δέστρες.  Όταν δέσουν οι ψαράδες, θα ασχοληθούν για λίγο με τα πουλιά, θα τα χαϊδολογήσουν, θα τους πουν ωραία λόγια, θα τα κανακέψουν, λες και είναι τα χρονιάρικα τους. Φυσικά θα τους δώσουν και το μπαξίσι τους».

«Μετά ήρθε το ατύχημα, έτσι μπήκε η Ντάλια στη ζωή μου».

«Ξέρεις, ρε Σπύρο, η πουτάνα η θάλασσα είναι μεγάλο σχολείο, μα εγώ μάλλον, δεν ήμουν καλός μαθητής».

-«Τώρα γιατί το λες αυτό»; Ρώτησα.

-«Ξέρεις 56 χρόνια τώρα και δεν έμαθα ακόμα τι είναι πιο χρήσιμο. Το σωσίβιο για να σωθείς, ή η άγκυρα για να μείνεις πιστός στα θέλω σου»…


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές