Από παλιά ήταν αλλού. Τον θυμάμαι γελαστό να ζωγραφίζει άλογα στις πέτρες και ύστερα στον άνεμο της αμολούσε. Εκείνος, ο άνεμος, μόνο σε αυτόν χάριζε ήχους, ανάσες, σφυρίγματα, τραγούδια. Ήταν ο μόνος που είχε δει νεράιδες, τις είχε ονοματίσει ανάλογα με το χρώμα τους και αυτές του είχαν πάρει το μυαλό ή μήπως ήταν άγγελοι;;; Μεγαλώνοντας, είχε ζυμώσει την ανθρωπιά του τόσο, όσο χρειάζεται να γίνει το σχήμα σώμα αλάνθαστο και με αρώματα πλούσιο και καλοσύνη περισσή Το κάθε τι που επιθυμείς. Σαν ευχή ένα πράγμα.
Οι πέρα από μένα εποχές τυφλές μπροστά σε σύνορα κυνηγημένες από τα χαμόγελα εκείνα του παντός καιρού, στεγνές, ξερακιανές, δύσπιστες, σαν διψασμένες θάλασσες, στέκουν ώρα τώρα και με κοιτάζουν. πες μου πώς τα χέρια να σωπάσω και αν δύναμαι να αρνηθώ; είναι που από μέρες τώρα άλλοι βαρούν τα σήμαντρα, άλλοι διαβάζουν τα σημάδια. λοιπόν το γράμμα στο νερό στην ανατολή το συνηθίζουν και εγώ θα το μαζέψω και σαν η μέρα έφτασε, έφτασε και το μήνυμα σκοτάδι οιωνός με κραυγές περιφέρεσαι μέσα σε σκιές, σαν πουλιά κερασφόρα που φτερουγίζουν αδιάκοπα χωρίς ενοχές, δίχως ενδοιασμούς μέσα σε γράμματα ερωτευμένων μισόγυμνων επιθυμιών, στέκεις και βάζεις όρια στο απέραντο, σαν σε όνειρο. στέκω δίπλα σου κι εγώ στο αύριο, εκείνος που περιμένει να δει πράγματα αλλόκοτα δικά του.
Μία φορά και έναν καιρό σε ένα κάστρο αληθινό, στης Καλλιθέας τα στενά βρέθηκαν 6 παιδιά και τα έξη ερωτευμένα με την ίδια πριγκίπισσα. Την μουσική. Μία φορά και έναν καιρό λοιπόν, κάπως σαν παραμύθι. Πριν 30 χρόνια στην Καλλιθέα μία παρέα νεαρών μουσικών, με έναν αγέρα δραπέτη, σε άγνωστους δρόμους κρατώντας ένα άδειο μυστικό, ανάμεσα στον καιρό και σε μία ανάσα που σβήνει, στη βροχή, ερωτευμένοι με την ασημένια σφίγγα για μία περήφανη στιγμή. Δεν είναι αρκετό, δεν έχει χώρο με εικόνες στα σύννεφα. Στην κοιλιά της σιωπής, η μπαλάντα του οπερατέρ φωνάζει δυνατά, Θα με αγαπάω, θα με βρεις εδώ ξανά, θέλω να χάσω τον εαυτό μου, μα μ΄αρέσει να μη λέω πολλά. Έτσι, μία κακή φωτιά, στην καινούργια σελήνη, με εντροπία, στο χειμώνα, στη γη που αφήνω, στην δίκοπη ζωή, μία φυλακή. Μαύρες γραμμές, μικρά μυστικά, μικρά που είναι τα όνειρα. Ένα κινέζικο πορτρέτο, κοιτά μακριά, είναι Κυριακή. Λυπήσου με Μαρία, είναι κάτι μικρές χαμένες μέρες, στον μικρό πλανήτη, με μισή ζωή, μπλε. μένει ν...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου