Εδώ στον τόπο των νεκρών
Ναμαι τώρα, πάνω στο ζάρι, στο νεκροταφείο στο Λαγό, πού πάει τάφος και 30 χιλιάρικα.
Ναι, να ασχοληθώ εδώ να κονομήσω. Όχι που βολοδέρνω στα δεύτερα και πού έρχεται ο καθένας να κάνει τάφο με 200 ευρώ.
Άσε, ευτυχώς που δεν έχω μπλέξει και τούτα τα σύννεφα που μας έχουν ζώσει σήμερα, τραβούν κάτι χαρακιές στον ουρανό, μετά μερεύουν, μαλακώνουν.
Ύστερα πάλι θεριεύουν, αγριεύουν και πορεύονται κατά τη δύση.
Οι δρόμοι της επιλογής του Τάσου δικιά του υπόθεση και για τους δικούς του λόγους.
Από μικρός δρομομανής ήταν.
Όλο στο φευγιό ο νους του.
Τώρα εδώ τα τελευταία κοντά 10 χρόνια, κόλλησε με τις δουλειές του νεκροταφείου σαν να τον φρενάρει ο θάνατος ένα πράγμα
Ο ήλιος νεροβύζενε και βυθιζόταν πέρα στην Αδριατική.
Είχε θέα τη θάλασσα τούτος ο τόπος των νεκρών.
Λειψά κύματα, μοναξιά στο μέτρημα και εκείνο το βαρύ μπεζ του ουρανού με τη λασποβροχή από τη σκόνη της Σαχάρας αντάμα.
Ο Τάσος κυνηγημένος από το μέσα του, από τα 14 με μία αγωνία μόνο για το αν θα ΄΄πάνε΄΄ τα πόδια όταν έρθει ώρα του χορού.
Με τούτα και με τα άλλα μπερδεύτηκαν όνειρα χέρια με τα κλάματα και έγιναν πράξεις.
Το φως εξακολουθούσε να καρφώνεται στην καρδιά της θάλασσας.
Έφτασε λοιπόν στην Αθήνα ο λεβεντάκος στα 14 προς τα 15 του, πλαστογράφησε την υπογραφή του πατέρα και με ένα όμορφο ΄΄ ποίημα ΄΄ μπήκε οικότροφος σε σχολή του ΟΑΕΔ εκεί στην Αχαρνών και Ηπείρου δίπλα στο club Κύτταρο την εποχή των Socrates.
Τρύπωναν τα μάτια του σε κάτι σκιές θεόρατες και χάραζαν το φως σε φέτες, ο κόσμος θόλος καθρέφτης μπροστά του.
Γράφτηκε στη σχολή γιατί κάπου είχε ακούσει πώς σκάλιζαν μηνύματα.
Και εδώ έτσι βρέθηκε, κάπου άκουσε πώς σκάλιζαν Αγγέλους Παναγίες και σταυρούς.
Συναισθήματα σε κίνηση σαν σπερματοζωάρια και που;
Εδώ στον τόπο των νεκρών.
Ξεχάστηκε από ώρα, κοιτούσε ίσια μπροστά εκεί που ξέσπαγε ο άνεμος στην άμμο.
Λουσμένος ήταν.
Λησμονημένος.
Μα δεν το παραδεχόταν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου