δαχτυλίδια σε ποτήρι παγωμένο
...Χειμώνα, στον χειμώνα έμεινες... Εκείνα τα γιαπωνέζικα πουλιά από χαρτί που σου άρεσε να φτιάχνεις τις μουσικές που ποτέ σου δεν τελείωσες, τις φωτογραφίες που δεν τράβηξες ακόμη, έτσι και τότε ποτέ δεν άπλωσες το χέρι, ποτέ δεν είπες "σε θέλω", ποτέ.
Δεν χαμογέλαγες.
Των αδυνάτων τάχα την πείνα συμμερίστηκες. Μία ίσως κι απ ότι λες μπορεί και δύο. Μα όταν ο αδύναμος στα πόδια σου προσκύνησε βιάστηκες ψεύτη να τον πεις να μην το θέλεις να πιστέψεις, παρά μόνο τους μνηστήρες με την προβιά του φίλου εκλιπαρείς, για παρηγοριά στης μοναξιάς τις νύχτες. Και τότε βροχή και τώρα βροχή. Κανένα πρόσχημα δεν είναι ικανό στα πράσινα λιβάδια της γης της Μογγολίας να σε φέρει. Κάθε φορά που συναντάει τα νησιά εκείνος ανάμεσα στο πουθενά και στο τώρα, τάμα και προσμονή.
Ήρθε η ώρα. Ξεπεζέματα και κοντεύει να μπει η Άνοιξη Χυμός ανανάς, σχεδόν δροσερός. Μα ναι, για τότε λέω, τι τώρα; Τώρα δεν είναι πια της μόδας.
Μπροστά μου ακριβής ορθώνεται η πόρτα και δεξιά όπως την κόβω, ένα μούλικο παράθυρο, με φως μέσα έξω να πηγαινοέρχεται.
Σαν ταξίδι αλερετούρ.
Εσένα;
Εσένα φυσικά σε θυμάται.
Μάτια σου προσευχητάρι, στάχινη μα δύσπιστη.
Θυμάμαι που έντεινες τα δέντρα τις νύχτες που είχε χιόνι. Φυσικά θυμάμαι.
Σου άρεσε ο Ρεμπό και ο Καζαντζάκης, ο Nick Cave, οι Einsturzende Neubauten.
Σου άρεσε να με κοιτάς που έσκαβα βαθιά τον ουρανό και κάθε που κιότευα μου έφερνες δαχτυλίδια σε ποτήρι παγωμένο.
Ήσουν δύσπιστη όμως.
Τέσσερις νύχτες σε ανάσες, την πρώτη φορά που γλυκοχάραξε χαμόγελο λούνα παρκ.
Μετά η τρέλα. Μεθυσμένα βήματα να φράζουν όλους τους δρόμους.
Οι Άγιοι να κάνουν θαύματα την κατάλληλη ώρα, εκείνη που εσύ πόναγες, μα εσύ την θάλασσα να αγαπάς όταν λυσσομανάει.
Περιστρεφόμενο οικόπεδο σε γειτονιά που χάθηκε, ναι, ε και;
Εγώ από την άλλη μήνες τώρα αγιάτρευτος, παιδεμένος, αιμόφυρτος, περιστρέφομαι σαν να υπάρχω.
Ο ιδρώτας φωτίζει τη βροχή κι εκείνη ανταποδίδει.
Τα πόδια αντιστέκονται στην ανηφόρα, μουλαρώνουν και στυλώνονται.
Νυν και αεί, σχεδόν.
Το όπιο να κυλάει από φλέβα σε φλέβα, σαν ποτάμι και να παρασύρει στο διάβα του κάθε ανθρώπινο φόβο.
Του κόσμου, τούτου, περασιά να μπερδεύω τις πόρτες και έτσι καλόπαθα στα δεν και στα όχι.
Μυξομεγάλωσα στην θάλασσα και χώριζα τον ήλιο από την νύχτα με ένα χάδι.
Λύπες ανεβαίνουν στα μαλλιά μου, που ρίζες έχουν σαν αυτά που τρέφονται με λιπάσματα.
Ούτε καν βιολογικά τα χαμερπή.
Για αυτό ταξιδεύω τα άστρα, σε κάθε νεκροφίλημα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου