ότι αγάπησα είναι στον Ωρίωνα

 



Εκεί στην μπασιά της νύχτας, εκεί πού αρχίζει να φιλιώνει και να περιμένει την μέρα, εμφανίζεται εμπρός μου καθώς Όλοι οι γνώριμοι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά.

Για την ακρίβεια δεν οδήγησαν έως τώρα εκεί που...

Έχοντας στα αυτιά μου τους ήχους από pink  Floyd  τα μάτια εντός μου, προσπερνούν τις αστραπές που με μεγάλη δεξιοτεχνία κατασκευάζει ο νους σε εκείνα τα μπλεξίματα που κάνουν για παιχνίδι οι νευρώνες.

Τα μάτια μου, εκείνα που πάντα την ομορφιά γύρευαν περνώντας τις τροφές στο Μπογιάτι, έχουν μείνει να χαζεύουν τους πέτρινους τεράστιους  κύκνους πριν αντιληφθούν πως η καταστροφή πλησιάζει.

Ζήτησα θάλασσα στην πρώτη διαδρομή, μία προσπάθεια να βγω από το σκοτάδι. Μα τρόμαξα από το έργο του ανθρώπου κι ας μην ήταν η πρώτη φορά.

Πονάς όταν χάνεις μου είπες.

Σου απάντησα, δεν είναι πάντα έτσι, πονάς και όταν δεν είναι όπως τα  θες τα πράγματα η όταν εσύ βλέπεις πώς τα πράγματα πάνε στραβά, αλλά δυστυχώς το βλέπεις μόνο εσύ. Τα λάθη  και όταν αρχίσουν τα λάθη να φαίνονται τότε η ώρα πλησιάζει.

...Μπαίνοντας στο κομμάτι με τα πρώτα ακόμα πεύκα, σηκώνω το κεφάλι κάθε φορά που ο ήχος μοιάζει με τον ήχο πυροσβεστικού αεροπλάνο το κάποτε χαρούμενο πράσινο έχει αντικατασταθεί μεταχειρισμένο γκρι από τα έργα των ανθρώπων.

Ζούμε σε βέρτικο ζούμε τρόπος του λέγειν

Οι θεοί δεν χωράνε στο τραπέζι μας δεν τους χρειαστήκαμε και πότε είναι αλήθεια μόνο κάτι λίγες φορές για να ακουστούμε.

Χάδια από ήχους χρειαζόμασταν, βρισιές μας προέκυψαν, πολύ αργότερα ήρθαν τα χρώματα.

Βάστα είπες,  χρώματα είναι θα περάσουν.

Μα εγώ τα ήθελα τα χρώματα με τρόμαζε η μοναξιά του γκρι.

Τότε παιδί κάθε φορά που τα πράγματα δυσκόλευαν, πήγαινα στο δωμάτιο και εκεί ψηλά πάνω από το τζάκι είχα σκάψει μία τρύπα να κοιτώ το μπλε του ουρανού και αγαπούσα τα πουλιά τους αγγέλους δεν  τους ήξερα τότε.

Μία από δω, μία από κει, κρύο το μάρμαρο, διώχνω όλα τα ρεύματα.

Εθελοντές μάρτυρες για φόντο διάλεξαν τα υπόστεγα. Αλλιώς μετράει η λατρεία, έσβησα το φως, σου τηλεφώνησα πάλι. Ξαγρυπνώ μπροστά στην απειλή.

Το πυκνό σου σκοτάδι ήταν ο μόνος παραλήπτης.

Φοβάμαι τις τροφές.

Άνοιξη και έφυγαν.

Αναμνήσεις αλλοτινές στον τοίχο μία μία να λούζονται μισό γυμνές  ξυπνάνε  θα κατέβαιναν Αφού η σιωπή κλήση όλες τις πόρτες τα χέρια μου ξύπναγα και εκείνα σε μία άγονη γραμμή μετέωρη ώρα τώρα για να σε ονειρευτώ τίποτα δεν θα έμενε στην ηδονή  μέσα σε σάρκα δίχως

Οι μάρτυρες ασκούνται στο ερωτικό που γεύτηκα όταν πήρες το δρόμο το βράδυ σε αρνήθηκε Μη ρωτάς Μου τα ξέρω μη ρωτάς για το ταξίδι το ανύπαρκτο καλησπέρα θάλασσες

Το τέλος τι είναι τα χέρια ψηλά να αφήσουν μέσα σε δύο μήνες του ανέμου

Μετέωρα και το φως.

 Τώρα θέλεις νύχτα. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές