ΟΤΑΝ Η ΓΗ ΑΡΡΩΣΤΗΣΕ ΒΑΡΙΑ

 




Μια φορά και έναν καιρό, όχι μακριά από το τώρα, η γη αρρώστησε βαριά, ήταν σαν θερμοφόρα.

Ο υπεύθυνος θερμότητας, που κάθε πρωί ήταν δουλειά του να βάζει το θερμόμετρο στα σπλάχνα της γης και να μετρά την θερμοκρασία της, μια μέρα τον πήρε ο ύπνος και ξέμεινε στο κρεβάτι.

Την άλλη μέρα το πρωί, πήρε το θερμόμετρο και πήγε να μετρήσει την θερμοκρασία της γης.

έβαλε μέσα στα σωθικά της το μηχάνημα και τρόμαξε...

Τι να δει;

Δέκα χιλιάδες οι βαθμοί θερμοκρασίας, ενώ δεν θα έπρεπε να είναι πάνω από πεντακόσιοι...

Μα μια μέρα ξεχάστηκα, σκέφτηκε και έγινε τέτοιο κακό;

Τύψεις άρχισαν να τον κυκλώνουν και μια και δυο, πάει στους άρχοντες, να πει τι συνέβαινε.

Ενημερώθηκαν οι άρχοντες το λοιπόν και έκαμαν συμβούλιο. Μαζεύτηκαν οι σοφοί, οι συμβουλάτορες, οι δικαστές, οι στρατηγοί, όλοι μαζεύτηκαν. Μα οι μέρες περνούσαν και απόφαση δεν έβγαζαν. Και όσο εκείνοι, έχαναν χρόνο τόσο η γη  αρρώσταινε. Έβηχε σαν τον πατέρα μας τα βράδια από το τσιγάρο και δώστου να κουνιούνται τα βουνά και να γίνονται σεισμοί και την έπιανε το παράπονο, μα η γη να αρρωστήσει;

Και όσο την έπιανε το παράπονο να και το κλάμα και κύματα θεόρατα σηκώνονταν και τσουνάμια και καταστροφές.

Οι μέρες περνούσαν και οι νύχτες το ίδιο και όσο περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες, τόσο κουραζόταν η γη. Μια μέρα σταμάτησε να γυρίζει.

Ξέρεις τι είναι να σταματήσει η γη να γυρίζει;;;;;;;;;;

Οι άνθρωποι τα έχασαν, οι άρχοντες το ίδιο. Και αφού σταμάτησε η γη να γυρίζει κι άλλο κακό τους είχε βρει. Οι μισοί ζούσαν σαν μόνο σε μέρα και οι άλλοι μισοί, ζούσαν και αυτοί, τρόπος του λέγειν, μόνο σαν σε νύχτα

Τα χιόνια έλιωσαν, οι παπαρούνες μαράθηκαν, τα ψάρια έβγαιναν στην στεριά και τα πουλιά δεν κελαηδούσαν πια. Τα ποτάμια ξεχείλισαν και χάλασαν τα χωράφια των ανθρώπων και πίσω τους άφηναν μόνο λάσπη και τι να την κάνεις τόση λάσπη;

Ο ήλιος που ήταν ο καλύτερος φίλος της γης, ήταν παιδικοί φίλοι, από πάντα ήταν φίλοι δηλαδή, είχε στεναχωρηθεί πολύ, έριχνε τις ζεστές αχτίνες του μπας και την γιατρέψει, μα μάλλον την ζέσταινε περισσότερο...

Στεκόταν σιμά της λυπημένος και προσπαθούσε να σκεφτεί τι να κάνει για να την βοηθήσει. Σκέφτηκε να φωνάξει τους καλύτερους γιατρούς. Φωνάζει λοιπόν κοντά του ένα περιστέρι, όχι από εκείνα που σουλατσάρουν στις πλατείες, άλλα από τα άλλα τα καλά, τα ταχυδρομικά.

Τι δεν πιστεύεις πως υπάρχουν τέτοια περιστέρια;;;;;

και πως οι άνθρωποι παλιά, πριν τα αεροπλάνα, έστελνα τα γράμματα τους;

ή νομίζεις πως παλιά οι άνθρωποι δεν ήξεραν γράμματα;

Ήξεραν και παρά ήξεραν.

Πως νομίζεις έφτιαξαν τους ναούς, τον Παρθενώνα ας πούμε...

ή πως έγραψαν τις κωμωδίες και τις τραγωδίες...

Φώναξε λοιπόν ο ήλιος ένα ταχυδρομικό περιστέρι, ολόλευκο παρακαλώ, σαν βαμβάκι, του έδεσε στο λαιμό ένα μήνυμα που απέξω έγραφε με κεφαλαία γράμματα:

ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΠΕΙΓΟΝ !

Εκείνο, πέταξε μακριά και βρήκε όλους τους γιατρούς και μάλιστα χωρίς GPS, τα καλά ταχυδρομικά περιστέρια δεν

 χρειάζονται τέτοια εξαρτήματα...

Μια και δυο, κατέφθασαν οι γιατροί και καλό έκατσαν γύρω γύρω από το τεράστιο κρεβάτι της γης. Άπλωσαν την σοφία τους και άρχισαν την εξέταση...

- Πω Πω, είπε ο ένας

-Τεράστια θερμοκρασία, είπε ο άλλος

- Σφυγμοί πολύ χαμηλοί, είπε ο τρίτος

-τι σφυγμοί χαμηλοί, είπε ο τέταρτος, εγώ δεν βρίσκω ούτε το χέρι της, συνέχισε...

- Η Γη πεθαίνει, είπαν όλοι μαζί !!!



-Κάντε κάτι, φώναζαν οι άρχοντες, σοφοί είστε, γιατροί, επιστήμονες, σώστε την Γη, ούρλιαζαν

Τι θα γίνουν οι περιουσίες μας, τα σπίτια μας, τα εργοστάσια μας, τα πετρελαιά μας, τα λεφτά μας...

Σηκώθηκε τότε, ο γηραιότερος των γιατρών, αυτός και αν είχε σώσει κόσμο και κοσμάκη και γυρίζει προς τους άρχοντες και τους λέει με την  σοβαρότητα που αρμόζει σε επιστήμονα τέτοιου κύρους:

-Άρχοντες η γη είναι βαριά άρρωστη και δεν μπορεί να σωθεί. Όλα αυτά που πριν λίγο ε'ιπατε, όλα αυτά, είναι που την αρρώστησαν.

και συνέχισε

- Κάψατε τα δάση, μολύνατε τις θάλασσες, σκάψατε τα σωθικά της, της πήρατε το οξυγόνο, γεμίσατε το κορμί της με πληγές και ακόμα δεν χορτάσατε...

Και το χειρότερο;

Το χειρότερο, άρχοντες είναι, πως εξαφανίσατε από τους ανθρώπους το χαμόγελο, που με αυτό ζούσε η γη. Κάνετε πολέμους και σκοτώνεται τα παιδιά της και ακόμα δεν χορτάσατε...

Μα και τα παιδιά σας, τα παιδιά της, δεν τα αφήνεται πια να παίξουν πεντόβολα, ξυλίκι, κάστρο, κρυφτό, μόνο να διαβάζουν θέλετε, να πηγαίνουν στα φροντιστήρια και στους παιδότοπους, τους πήρατε το γέλια από τα χείλη, δεν τα αφήνεται να κυλιστούν στο χορτάρι, δεν τα αφήνεται να πλατσουρίσουν στις θάλασσες, δεν τα αφήνεται να τραγουδήσουν στα δάση, τους κρύψατε την χαρά.

Έτσι είπαν οι γιατροί και έφυγαν με τα '' χέρια ψηλά '' και λυπημένοι.


Οι άρχοντες κοιτάχτηκαν με κακία και άρχισε ο ένας να ρίχνει τις ευθύνες στον άλλον

-εγω;;;;;;;;;  σιγά, εγώ τι έκανα;

λίγο πετρέλαιο έσκαψα να βρω, για τα αυτοκίνητα σας

-αμ εγώ, είπε ο άλλος, εγώ σαν τι έκανα δηλαδή; αυτοκίνητα έφτιαχνα να πηγαίνετε στις δουλειές σας, στα εργοστάσια σας

και με εκείνα και μετά άλλα ο καβγάς συνεχίστηκε για ώρα πολύ και η γη συνέχιζε να αργοπεθαίνει...


Όμως ο ήλιος που στεκόταν παράμερα και παρατηρούσε τις πράξεις των ανθρώπων, βρήκε την λύση και το ...θαύμα έγινε.

Αφού τους άφησε ώρα πολύ να τσακώνονται κάποια στιγμή άρχισαν όλοι να καταλαβαίνουν το σφάλμα τους. Όλοι όμως, λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία, κατάλαβαν πως όλοι είχαν μερίδιο ευθύνης και οι άρχοντες και οι υπήκοοι...

Ο Ήλιος λοιπόν φώναξε ένα μικρό αδύνατο παιδάκι από εκείνα που βλέπεις στην τηλεόραση, από χώρες μακρινές, να μην έχουν μήτε να φάνε,

το φώναξε και του είπε:

-Θα πας πάνω στη Γη και εσύ μπορείς να της πεις πόσο την αγαπάς και πόσο θες να μείνει ζωντανή.

Το παιδάκι πήγε, γιατί ετούτο το παιδάκι την αγαπούσε πολύ την γη και με δάκρυα στα ματάκια του, την παρακάλεσε να ζήσει και τις είπε ακόμα πως αν κατάφερνε να ζήσει και να μεγαλώσει, μαζί με τα άλλα τα παιδάκια θα τα άλλαζαν όλα πάνω στη Γη.

Έτσι το θαύμα έγινε ε και όπου τα δάκρυα του μικρού παιδιού έπεφταν πάνω στο πληγωμένο κορμί της γης, οι πληγές έκλειναν και στην θέση τους φύτρωναν λουλούδια μοσχομυριστά

και πορτοκαλιές και καρυδιές και τα ποτάμια ημέρεψαν, τα πουλιά άρχισαν πάλι να κελαηδούν και τα ψαρια κολυμπούσαν πάλι μέσα στο νερό όπως μόνο αυτά ήξεραν.


Μοσχοβόλησε ο τόπος, πρασίνισε και ομόρφυνε και ο πυρετός χάθηκε...


- Εντάξει είπε η Γη. Εντάξει, θα ζήσω, αλλά να το ξέρεις, θα ζήσω ΜΟΝΟ για εσάς. ΜΟΝΟ για εσάς τα παιδιά !

ΜΑ ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΣΑΣ ΣΑΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΓΑΛΟΙ !!!

Και άρχισε η Γη να γυριζει και να στροβιλίζεται το σύμπαν...


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές