Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2024

Roy Chapman Andrews

Εικόνα
  Σαν σήμερα στις 26 Ιανουαρίου 1884,ήταν τα γενέθλια του Αμερικανού τυχοδιώκτη,φυσιοδίφη και εξερευνητή Roy Chapman Andrews[πέθανε το 1960]. Διάσημο για την ανακάλυψη τοποθεσιών δεινοσαύρων στην έρημο Gobi, κρανία αρχαίων θηλαστικών και πιθανή πραγματική έμπνευση για τον ήρωα της ταινίας Indiana Jones.Στην φωτογραφία ο R.Chapman Andrews στο άλογό του στη Μογγολία περίπου το 1920

Sugako Kanno

Εικόνα
  «Ανέβηκε στο ικρίωμα συνοδευόμενη απο φρουρούς και απ’ τις δυο μεριές. Το πρόσωπό της καλύφθηκε γρήγορα με ένα λευκό πανί… Τότε την διέταξαν να κάτσει ευθεία στο πάτωμα. Δυο λεπτές χορδές περάστηκαν γυρω απ´το λαιμό της. Η σανίδα του πατώματος αφαιρέθηκε. Σε 12 λεπτά ηταν νεκρή.» Sugako Kanno  Στις 25 Ιανουαρίου του 1911, η αναρχική συγγραφέας απ´την Iαπωνία Sugako Kanno, εκτελέστηκε δι’ απαγχονισμού για το περιστατικό της «Μεγάλης Προδοσίας» αποτελώντας τη μοναδική γυναίκα στην Ιστορία της χώρας που κρεμάστηκε με την κατηγορία της προδοσίας. Η Kanno ριζοσπαστικοποιήθηκε όταν έπεσε θύμα βιασμού στα εφηβικά της χρόνια. Ήταν ανάμεσα στους λίγους που δικάστηκαν ως άμεσα εμπλεκόμενοι στο σχέδιο δολοφονίας του αυτοκράτορα Mutsuhito. Η Kano συμπεριλαμβάνεται συχνά σε αναφορές ανασκόπησης για τον Shusui Kotokou, έναν πολύ γνωστό Ιάπωνα αναρχικό που ήταν και εραστής της.  Ωστόσο η ίδια ήταν μία από τις πρώτες γυναίκες δημοσιογράφους στην Ιαπωνία, και μια απ’ τις πρώτες σημαντικότατες φιγούρ

Ο ΛΙΟΝΤΑΣ ΚΙΚΝΟΣ

Εικόνα
  Ο Λιόντας Κίκνος ήταν αφοσιωμένος μουσικός. Χρόνια τώρα ταγμένος στην τέχνη και στη μούσα του, την Ευτέρπη. Τη θαύμαζε από τότε που εκείνη εφηύρε τον αυλό, πριν φτιάξουν με το Στρυμόνα το Ρήσο. Απόψε όπως κάθε βράδυ, πάνω από τις ανθισμένες νεραντζιές της Πινδάρου, μέσα από τους τοίχους έπαιζε για κάποια κόκκινα μαλλιά. Τι πάει να πει πως το κατάλαβα, ερώτηση τώρα είναι αυτή; Τόσες φορές έχω ακούσει ετούτα τα κενά στις ίδιες παρενθέσεις. Κι ενώ οι νότες λιγοστεύουν, εκείνα τόσο αναθεριάζουν και γίνονται ένα με τη σιωπή εως το φως να μεγαλοδείξει.  Η Αργωιγή συνεπής βοηθός στην υλοποίηση των συνεπειών της νύχτας, εκεί στην ώρα πριν τον ύπνο. Των συνεπειών. Να το θυμάσαι. Κι αν είναι να φύγεις να χαθείς, μη κοιτάξεις το λευκό ταβάνι. Εκείνο που το ορίζει μια λάμπα φθορίου κάθετη, σαν ξαπλωμένος τη κοιτάς, κοντά στα δύο μέτρα και φωτίζει τα μηνύματα ολόγυρα στους τοίχους. Μηνύματα που κάποτε την προσμονή ξόρκιζαν και με τις λέξεις στη σειρά, μακριά την είχαν διώξει. Τώρα φτερά αγγέλων α

...Σας νοιάζει τόσο να δείξετε ευτυχισμένοι...

Εικόνα
  Από την 1η μέτρα της ζωής του ζόρικος. Τι λέω, πια 1η μέρα; Από πριν βγει από την κοιλιά της μάνας του, έδειξε τις προθέσεις του.  Δεν τον γουστάρω τον κόσμο σας, πάρε το ένα, πάρε και ταλλο και όσο μεγάλωνε, λιοντάρι στο ζώδιο, Αυγουστογεννημένος βλέπεις, μα μέσα του ζούσαν άγρια Mustang και ήταν πολλά τα γαμημένα, ποιο να πρώτο τιθασεύσεις; Δεν τον έκανες καλά με τίποτα. Μεγάλωσε μέσα στη μουσική, με μουσικούς ολόγυρα, στην κόψη της νύχτας, την μέρα δεν την ήθελε, παρά μόνο την Ανατολή της. Και όλο και μεγάλωνε. Ήταν φορές, που έμοιαζε με φθινόπωρο, εκείνο το φθινόπωρο που φέρνει τα μπαρτάμια στην λίμνη Οσογκότσε να πεθάνουν. Μα τις περισσότερες άλλες φορές, ήταν ΦΩΣ Αναμενόμενο. Σήμερα θα πίναμε καφέ. Άλλοι έδιναν ραντεβού στα γουναράδικα, εμείς δώσαμε στην Βραζιλιάνα. Έφτασα πρώτος, αλίμονο. Ήρθε και εκείνος, μέσα στο χαρούμενο μαύρο. Στο χέρι τον καπνό και μια νάιλον τσάντα. - ΄΄Αυτά είναι για σένα΄΄, είπε. Κονιάκ πίνεις; Και εγώ τελευταία μόνο κονιάκ πίνω. Τρεχοβολάει σαν άτι α

ΑΣΕ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ ΕΓΩ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Εικόνα
Μπροστά μου ακριβής ορθώνεται η πόρτα και δεξιά όπως την κόβω, ένα μούλικο παράθυρο, με φως μέσα έξω να πηγαινοέρχεται. Σαν ταξίδι αλερετούρ. Εσένα; -Με κάνεις να μην θέλω να θυμάμαι, μα λησμονώ τα δοσμένα και τις νύχτες ανταριάζομαι... Εσένα φυσικά σε θυμάται. Μάτια σου προσευχητάρι, υλική μα ευκολόπιστη. Θυμάμαι που καραμέλωνες τα δέντρα τις νύχτες που είχε χιόνι. Φυσικά θυμάμαι. Σου άρεσε ο Ρεμπό και ο Καζαντζάκης. Σου άρεσε να με κοιτάς που έσκαβα βαθειά τον ουρανό και κάθε που εκιότευα μου’ φερνες δαχτυλίδια σε ποτήρι παγωμένο. Ήσουν ευκολόπιστη όμως. Τέσσερις νύχτες σε ανάσες, την πρώτη φορά που γλυκοχάραξε χαμόγελο λούνα παρκ. Μετά η τρέλα. Μεθυσμένα βήματα να φράζουν όλους τους δρόμους. Οι Άγιοι να κάνουν θαύματα την κατάλληλη ώρα, εκείνη που εσύ πόναγες, μα εσύ την θάλασσα να αγαπάς όταν λυσσομανάει. Περιστρεφόμενο οικόπεδο σε γειτονιά που χάθηκε, ναι, ε και; Εγώ από  την άλλη μήνες τώρα αγιάτρευτος, παιδεμένος, αιμόφυρτος, περιστρέφομαι σαν να υπάρχω.  -Λοιπόν, έχουμε και λέμ

ΝEGRA VERTIGO

Εικόνα
  Κάθε φορά που γυρίζω, βρίσκω τους ίδιους δρόμους, το ίδιο άδειους. Κάθε φορά που γυρίζω, τα ίδια δένδρα στις θέσεις τους. Φύλακες και κρατούμενοι μαζί. Κάθε φορά που γυρίζω, αν και δεν είσαι εδώ, είναι που ομορφαίνεις τα γύρω μου. Από τα μάτια όλα ξεκίνησαν, το κρύο ήρθε αργότερα και δεν ήταν μόνο του. Το είδα να πέφτει εκείνο το φύλλο χωρίς θόρυβο, σε μια διαδρομή προκαθορισμένη. Μετά είδα το χιόνι και εκείνο το ασπρόμαυρο πουλί που έκοψε και μπήκε στα κλαδιά σαν φωτογραφία του Max Rei μέσα στο χιόνι. Όλη την  νύχτα χιόνιζε στην πόλη των εχθρών μου, γιατί φίλους ετούτους με τα κρύα δεν τους λες. Χωρίς σημάδια, δίχως ανάσες, πως γίνονται από ανάσες αγκαλιές, ποτέ μου δεν κατάλαβα. Ούτε τη γλώσσα τους δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω κι ας είχε γράμματα, ήχους, περισπωμένες και θέλω. Μια νύχτα είναι ίσως, θα περάσει. Θυμάμαι παλιά που δέναμε τα καλοκαίρια με χαμόγελα και έρωτα και εκείνα μόνο έμειναν. Ίσως απόψε να μην χιονίσει... Μου τονίζεις πως πρέπει οπωσδήποτε να χάσω, μα εγώ αντιστέ

Ο ΦΥΓΑΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Εικόνα
  Ο Τίμος γεννήθηκε το 1968 στη Νάξο. Διαόλου κάλτσα από γεννησιμιού του. Πεντέμισι κιλά γεννήθηκε ο διάολος κι από τότε βάλθηκε να μεγαλώνει. Ψηλός πάνω από 1,85, ξερακιανός, με ψαρά, σχεδόν ξανθά μαλλιά. Αν είχε γεννηθεί στην Ιθάκη, θα έλεγες πως μοιάζει του Οδυσσέα. Κατά τας ...γραφάς πάντα. Γεννήθηκε όμως στο κυκλαδονήσι και τώρα ζει στην Αθήνα. Ο Τίμος ήταν καλός μαθητής, μα του άρεσε κι η θάλασσα. Το’ χε μέσα του το φευγιό. Να φεύγει απ’ όπου. Αρκεί να φεύγει. Από το σχολειό, από το παιχνίδι, από τον κόσμο. Απόψε πάλι εφημερία στο νοσοκομείο, ούτε να βρεις καρέκλα. Για κανονική «καβάτζα» ούτε το σκεφτόταν. Οι σειρήνες του ασθενοφόρου σαν σε μια δικιά τους συναυλία. Πιστή ηχητική κάλυψη του κόσμου μας. Οι ήχοι των ημερών μας στις εφημερίες. Η ελλειπτική παρουσία τους στα πως. Όμως απόψε ήταν κάπως αλλιώς. Η εφημερία άρχιζε σε λίγο, μα μια περίεργη ηρεμία επικρατούσε παντού. Κοιτούσε το διάδρομο κι είχε πολύ ώρα η ματιά του να συναντήσει άνθρωπο. Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο.

...να αναπνέω..

Εικόνα
  - Μα στάσου, στάσου, μην με προσπερνάς και εσύ έτσι, δεν έχω και μύγδαλα γαμώτο - καλημέρα ήλιε - καλημέρα σκοτάδι - εγώ;;; Εγώ σκοτάδι; - Ε πως αλλιώς; Δεν είχε ακόμα βγει το πρώτο φως και πήρα τα βουνά , που λένε. Να ανταμώσω τον ήλιο στο έμπα του, να του κλέψω την πρώτη ευχή, την καλημέρα του. Συννεφιασμένος ο Υμηττός, χωρίς αντάρα, πράος, δοτικός. Πιάνω κορυφή, στο αγνάντι από την πίσω την πλευρά την αγαπημένη, ασημί ζει η θάλασσα, ξεφαντώνουν τα νησάκια. Από μπροστά η άχαρη πόλη. Η πόλη που ζω Δυο τσιγάρα απόλαυση με την εικόνα εμπρός μου, προσκύνημα, ήταν αρκετά, δεν είναι και για χόρταση. Επιστροφή, στην κατηφόρα, να ροβολάει το σεντάν, με νεκρά, στο ρελαντί, το πόδι όμως στο φρένο, να είναι όλα ελεγχόμενα και εκεί στο πουθενά, ούτε μια, ούτε δύο, αλλά τρεις παρακαλώ. Πέρα δώθε στον δρόμο, με βήμα, με κορμοστασιά, με χάρη περισσευούμενη, αδιάφορες. Πέρδικες τρεις. Με άφησαν πίσω να περιμένω και εσύ που ντρέπεσαι να κλάψεις, τώρα που βρέχει κοίτα ψηλά στον ουρανό και κάνε την β

Κόκκινα φεγγάρια, χιόνι λευκό

Εικόνα
  Κόκκινα φεγγάρια σε χιόνι λευκό, ρε Bro, άμα ξεβάψουν; Τι την κοιτάς; Γύρισε γαλβανιζέ τσουλούφι στο μέτωπο, το καθαρό, καρφίτσωσε στην άκρη ένα πεφταστέρι και άρχισε τα εγώ ...άδω. Ρε συ, μουσική που δεν σε ταξιδεύει, που δεν μαλακώνει την ψυχή σου, δεν είναι μουσική. Είναι βαρβαρότητα. Άντε στην καλύτερη περίπτωση, να είναι είδος εμπορεύσιμο. Σαν το βελούδο που σαπίζει κάτω από το μοντέρνο κάλυμμα του καναπέ. Πως να το πω αλλιώς; Ονειρεύεται στην πραγματικότητα, για να ζει τα όνειρα όταν κοιμάται. 

Η CARTAGENA ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ

Εικόνα
  H Cartagena ήταν στα σκοτάδια νύχτες τώρα, μα και oι μέρες σκοτάδι είχαν... Η θάλασσα στην αγριάδα της και οι άνθρωποι να μη κοντοστέκονται πουθενά. Φόβος. Μόνο η El Rouge φεγγοβολούσε τις νύχτες από το λάδι των σταυρωμένων. Το ρυθμό τον έδιναν τα ποδοβολητά από τα θερινά άλογα που έσερναν τα κάρα στους δρόμους των νεκρών. El Rouge, ο δρόμος… Δρόμος στρωμένος με πέτρες απ’ τις ζωές που θρυμματίστηκαν μέσα στα αγκομαχητά, μες τον ιδρώτα, το κλάμα, το αίμα. El Rouge, μεγάλος δρόμος. Μικρές ζητιάνες μέρες είχε ξεβράσει τα βράδια η αγριεμένη θάλασσα, εκεί που χάθηκαν τα ακούσματα, χάθηκαν κι αυτές. Μια εμμονή σαν στάση σε αδιέξοδο που τελειωμό δεν έχει. Οι νεκροί να πληθαίνουν, από νωρίς το χιόνι απλώθηκε παντού, τα θερινά άλογα δυσανασχετούσαν. Βοήθησε και ο αέρας που δεν υπήρχε, ήρθαν και κατακάθισαν οι μυρωδιές. Εσύ είχες αφήσει τις μέρες πίσω σου και «έκοβες» βόλτες στην El Rouge, φορώντας το μαύρο σου παλτό, αφήνοντας βήματα στην κοιλιά του λάκκου. Ωραίο θέαμα το βάδισμά σου, ωραιότ

...ζωντας ερήμην...

Εικόνα
  Οι πόλεις που ζούμε, αφύσικες, μεταλλαγμένες, αφιλόξενες. Η Δύση ενός διαβρωμένου παρελθοντικού πολιτισμού. Μνημεία ενός εξαντλημένου τοπίου. Ο εγωισμός και η κερδοφορία των εξουσιών. Η αδιαφορία της βιωσιμότητας των κατοίκων της. Ο θάνατος σου, η ζωή τους.

15012024

Εικόνα
   Υπάρχει κάθε μέρα Ανατολή + Δύση. Κάθε μέρα όσα χρόνια ζεις. Πόσες φορές επέλεξες να τις δεις; Να τις απολαύσεις. Να σταθείς απέναντι τους και να τις κοιτάξεις ίσα στα μάτια. Να πάρεις από την ζεστασιά τους και να τους πεις ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ! Ζεις όμως, προτιμάς, με μια αγωνία να ...αποκτήσεις, να ξοδέψεις, να δειχτείς. Ζεις, σε ένα αφέγγαρο βουνό, σε μια λοξή ματιά, σε μια λάθος θάλασσα, τιποτένια και ευθυνόφοβη. Αυτό το λες Ζωή.  

ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ ΣΕ ΤΣΙΡΚΟ ΔΙΧΩΣ ΛΥΚΟ

Εικόνα
  -Εσύ; Τη ρώτησα. Τι χρώμα είσαι; Η Χρύσα είναι κόκκινη… Καμιά απάντηση. Η σιωπή μάλλον ήταν η καλύτερη της φίλη. Όλοι το έλεγαν, μια υπόθεση απουσίας ή κάποια ορεινή αστάθεια. Χρόνια τώρα διαπιστωμένο. Από την άλλη θα μου πεις, δεν είναι οι άνθρωποι κούκλες για βιτρίνες, για το …φαίνεσθε. Δεν βγαίνουν από καλούπι και μεταξύ μας, άσε το ο θεός μας έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση, καθένας μας και άλλη ιστορία. Καθένας μόνος του γι αυτό και ψάχνουν άνθρωποι τα μισακά. Ψευδαισθήσεις. -Γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν έχω δίκιο; Άλλοι κόσμοι ρε παιδάκι μου, διαφορετικές επιθυμίες, μ’ άλλα χρώματα, με άλλη φωνή, μυρωδιά διαφορετική και περπάτημα αλλιώτικο. Αδιόρθωτα αμπέλια το μυαλό μου, σκέφτομαι πως άμα στον άνθρωπο, ελεύθερος του αρμόζει να ζει και για ετούτο παλεύει, γιατί ο ίδιος φυλακίζει ότι νικάει; Είτε για άνθρωπο πρόκειται είτε για άλλο ζωντανό. Κοιτούσα με πλανόδιες ματιές τις πολύχρωμες αφίσες και τις μεγάλες στρογγυλές τέντες. Πίσω από τις τέντες θηρία στο κλουβί, ζώα άγρια, ελέφ

Η ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΑΦΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ

Εικόνα
   Θέλω να ξαναβρώ όνειρο στο μπλε. Αφήνομαι στα χέρια σου, να έρθεις κοντά, με την γεύση που έχει ο χρησμός στο λευκό που με πληγώνει, σε αυτό το ελάχιστο σινιάλο στο κύμα. νύχτες σκοτεινές σε ένα χαμόγελο, στη σήραγγα του χρόνου, αδιέξοδο οδύνης, , έμμονη ιδέα ξεχασμένου θεού. Τα πόδια σου. Μες στον πυρετό σου έβλεπες άγρια χόρτα κι ένα σπίτι. Υπέροχη στιγμή. Τόλμησε η στοργή μου να καλύψει το ντεκολτέ της, κλείνοντας την πόρτα. Αφηνόμουν στις εντυπώσεις. Με έβλεπαν οι κάργιες να γελώ και ζήλεψαν. Είναι ο χρόνος που περνάει και εκείνο το κάτι που τον επιβραδύνει. Το κάτι, η εμβληματική και ασαφής μεταχείριση του λευκού.

ΜΕ ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΟΜΠΡΕΛΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Εικόνα
  Της άρεσε να παίζει με κόκκινες ομπρέλες, μου άρεσαν οι συντομεύσεις. Αναζητούσε μια ανέμελη ζωή, αναζητούσα ψύλλους στα άχυρα. Τελεσίδικα. Θα ήθελα να είμαι κάπου που να χιονίζει και όχι εδώ στα σύνορα του ήλιου με τα σύννεφα. Πόσο ζωηρά είναι τα ψέματα των νεαρών κοριτσιών όταν με πλατάγιασμα στα χείλη, λένε  σ’ αγαπώ… Σε θυμάμαι ακόμα, όπως τότε που ήταν οι νύχτες σε προτεραιότητα και δυσανασχετούσες στα περάσματα που δήθεν αποσύρονται. Υπερβολικός ο τρόπος που θαύμαζες τα πετούμενα και τις νεραντζιές και ας μην είναι τίποτα από εκείνα που θα ήθελες να είσαι. Πηγαινορχόσουν στο πλακόστρωτο και θρυμμάτιζες με τα βήματά σου την σιωπή. Πίστευες πως μόνο έτσι θα δώσεις αφορμή  και χώρο στην βροχή να σε πλησιάσει. Τώρα, μόνο λίγα από το χτες φέρνεις στα μάτια και γελάς, μα ξημερώνει πάλι και το φως νωχελικά διαλύει ότι με τόσο κόπο προσπάθησες να κρύψεις. Οι γάτες να πατούν στις λαμαρίνες, να χτυπούν οι συναγερμοί προστάτες της ιδιοκτησίας, οι δρόμοι σταθεροί να ορίζουν την κίνηση και

ο πιο κοντινός μου Προμηθέας

Εικόνα
    Στεκόταν, ατάραχος στον πέρα βράχο στην παραλία του Λιχναφτιά και σιγοψιθύριζε έναν σκοπό αλλιώτικο, τον άκουγα… Εκείνη (η παραλία ) ευάλωτη στους αέρηδες, έσπρωχνε το κύμα να του βρέχει τα πόδια μέχρι τους αστραγάλους, μέχρι εκεί το άντεχε. Το σφύριγμα έγινε κλάμα, μπερδεύτηκε με τα παγωμένα νερά της θάλασσας, ανακατεύτηκε με τον αέρα και κρύφτηκε στα βότσαλα. Έμπορος δε θα γινόταν ποτέ. Είχε ΄΄δοθεί΄΄ στον γύψο και την πέτρα και εκείνο το …αναίτιο γέλιο, η καταβύθιση στη σιωπή των ημερών, το παραμιλητό, σταματημό δεν είχαν, σαν χάσεις ότι αγαπάς… Από τον λαβύρινθο του μυαλού του, στο σκοτάδι των οικείων του.  Εκείνος που είχε τόσο φως και που ήθελε να το μοιράσει στους θνητούς. Εκείνος, ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο πιο κοντινός μας Προμηθέας !  Μείτε Θεούς, μείτε ανθρώπους νάγαπήσεις σαν χάσεις ότι αγαπάς… Θα την αναστήσω! Θα την αναστήσω!! Εγώ θα την αναστήσω!!! Το μάρμαρο όμως είναι ζωντανό, ρουφάει. Έξη χιλιάδες δραχμές ήταν η αμοιβή για την ΄΄κοιμωμένη΄΄ του, ίσως το πιο διάσημο γ

ΤΣΙΓΑΡΟ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΥ

Εικόνα
Ερχόταν μέρες τώρα με τον ίδιο μονότονο τρόπο και από την ίδια πάντα διαδρομή. Ξεκινούσε από την Κοκκιναρού έπιανε θάλασσα δυτικά από τα χρυσόψαρα και ανηφόριζε με απίστευτη σβελτάδα. Πάντα πρωινές ώρες. Είναι αλήθεια πως ένα θεματάκι το είχε κι ας μαρτυρούσε άλλα το αθλητικό του παράστημα με τα κρύα δάχτυλα. Strange birds σύνδρομο. Πολύχρονος λοιπόν και σήμερα. 'Οταν έφτανε στο ύψος των Ταξιαρχών, η φωνή του αποκτούσε μια νέα υπόσταση και επικεντρωνόταν στην ύπαρξη των απανταχού μεδουσών που έτσι κι αλλιώς είχε ταχθεί να προστατεύσει. Δίχως ρεπό, δίχως σαββατοκύριακα. Με δικά του μαύρα φτερά, ανοιχτός στο καινούριο και με στυλ που ταιριάζει στη σύγχρονη, κοινωνική πραγματικότητα. Έφτανε λοιπόν πάντα χαμογελαστός και καλοδιάθετος, συνεπής και νηφάλιος. Ακουμπούσε το σακάκι του στο ρείθρο. Έβγαζε τα παπούτσια του, τα γέμιζε χώμα, αφήνοντας μέσα κάτι σαν σπόρο. Έπαιρνε από το απέναντι καφενείο δυο ποτήρια νερό, δύο ήταν και τα παπούτσια. Αφού τα δρόσιζε, μας χαιρετούσε όλους εμάς με

και αν είναι αλήθεια;;;

Εικόνα
  Αν είναι αλήθεια και έφυγαν εχτές οι καλικάντζαροι, τι θα κάνουμε τώρα; Τι μέλλει γενέσθαι;;; ... σκοτείνιασε ο τόπος εντός μου, ήλιος ανύπαρκτος. Το βράδυ που πέρασε μια καταγίδα ήρθε ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά έφυγε.  Γύρω μου σαν σε έκλειψη, σαν σκυλάδικο στης όχθες του Νέστου, σαν προσευχή τυφλού με τάμα στην Μεγαλόχαρη, σαν έμενα ένα πράγμα με τα δικά μου σκοτάδια,  εντός μου...  Έρχεται ακάλεστος μπρος στα μάτια μου. Το δωμάτιο μοιάζει με κλουβί. Δεν τον χωράει. Το σώμα του το ίδιο κλουβί είναι. Φυλακή. Το κρύο έξω είναι ακόμα τσουχτερό μόλις ο ήλιος κάνει πέρα και ας είμαστε στις αρχές του Γενάρη. Η Βερόνικα έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της και έφυγε ακόμα μια φορά βιαστικά. Πυροβολισμός... Δεν είχε κάνει παρά μόνο λίγα βήματα όταν έκλεισε με θόρυβο την πόρτα. Ένιωσε να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια της. Γύρισε πίσω ουρλιάζοντας, έτρεχε πέρα δώθε στον διάδρομο, της ήταν αδύνατο να μπει στο δωμάτιο.  Ανάμεσα στα αναφιλητά και τα τρικλίσματα έσπρωξε την πόρτα.  Ο καπνός απ

μερες ηταν, εφυγαν

Εικόνα
  ...Η λάμψη των γιορτών πόσο εφήμερη και πόσο εύκολα οι περσινές χαρές καταλήγουν στα σκουπίδια...
Εικόνα
  Των Φώτων σήμερα, τα καλικατζάρια το πούλο, στο πριόνι πέρα δώθε πάλι και άμα τα καταφέρουν σφύρα μου. Στο λευκό, το φως δειλιάζει, τα πόδια ανήμπορα, το βάρος τους εκείνο να σηκώσουν δυσκολεύονται. Κλουβί, φυλακή, δωμάτιο, πέστο σπίτι δε χάθηκε ο κόσμος, μα πως γίνεται στήθος μια σταλιά να καταπλακώσει σώμα ολόκληρο και εκείνο να στέκει ακίνητο, να μετρά τα ολάνθιστα, μέσα από αναστεναγμούς ατέρμονους. Πως τα έφερε η ζωή μου έτσι, τιμωρία και ζω (που λέει ο λόγος) σε τούτα τα τσιμέντα, σε μια συμπαγή καθημερινότητα. Τα μάτια να μην βλέπουν δύση, έρωτες να μην ευδοκιμούν, τάματα να μην ΄΄πιάνουν΄΄ και δώστου πάλι. Μια κραυγή ανάμεσα σε σιωπές Συμπληγάδες είμαστε, γιαυτό και δεν ακουγόμαστε, μα που θα πάει, θα εκδικηθούν οι νεραντζιές, να μου το θυμάσαι, μέρα που είναι. Να κάμεις να φύγεις τώρα, που ζώνετε ο ήλιος τα σπαθόλουρα και αφήνει τα ξίφη να δελεάζουν το τσιμέντο; Από τότε που  οι πέτρες έκαμαν νόημα με νόημα, στην αγάπη να σιωπήσει, στέκει εκεί να την θαυμάζουν και δεν έχασε

PHOTOCAST 13

Εικόνα
  - κυρά μου που βρέθηκες εδώ στα γκρέμνια; θες να σε πάω κάπου;;; - γιατί μωρέ σου μοιάζω λειψή;;; - και πως είπαμε πως σε λένε κυρά; - δεν είπαμε Χρυσάνθη με λένε και συ του λόγου σου φωτογράφος είσαι; Βλέπω τι μηχανή ή μπας και είσαι ομόλογος;;; - κυρία Χρυσάνθη φωτογράφος είμαι, ο θεός να κάνει, αλλά το ομόλογος τι είναι; τι πάει να πει; - θα έρθουν να με μαζέψουν οπού ναναι, να πορπατίσω ήθελα λίγο στο βουνό, γεννήθηκα βλέπεις με την ...αρρώστια - και πια είναι η αρρώστια και συχώρα με κυρά Χρυσάνθη, άμα θες μου λες. - γεννήθηκα στα ριζά τουΨηλορείτη μωρέ και να μένεις στο κουτί ΄στη πολιτεία, είναι αρρώστια. - τράβα τον δρόμο σου κυρά, σε νιώθω και πονώ και γω μαζί σου.