- Μα στάσου, στάσου, μην με προσπερνάς και εσύ έτσι, δεν έχω και μύγδαλα γαμώτο - καλημέρα ήλιε - καλημέρα σκοτάδι - εγώ;;; Εγώ σκοτάδι; - Ε πως αλλιώς; Δεν είχε ακόμα βγει το πρώτο φως και πήρα τα βουνά , που λένε. Να ανταμώσω τον ήλιο στο έμπα του, να του κλέψω την πρώτη ευχή, την καλημέρα του. Συννεφιασμένος ο Υμηττός, χωρίς αντάρα, πράος, δοτικός. Πιάνω κορυφή, στο αγνάντι από την πίσω την πλευρά την αγαπημένη, ασημί ζει η θάλασσα, ξεφαντώνουν τα νησάκια. Από μπροστά η άχαρη πόλη. Η πόλη που ζω Δυο τσιγάρα απόλαυση με την εικόνα εμπρός μου, προσκύνημα, ήταν αρκετά, δεν είναι και για χόρταση. Επιστροφή, στην κατηφόρα, να ροβολάει το σεντάν, με νεκρά, στο ρελαντί, το πόδι όμως στο φρένο, να είναι όλα ελεγχόμενα και εκεί στο πουθενά, ούτε μια, ούτε δύο, αλλά τρεις παρακαλώ. Πέρα δώθε στον δρόμο, με βήμα, με κορμοστασιά, με χάρη περισσευούμενη, αδιάφορες. Πέρδικες τρεις. Με άφησαν πίσω να περιμένω και εσύ που ντρέπεσαι να κλάψεις, τώρα που βρέχει κοίτα ψηλά στον ουρανό και κάνε την β