ΜΕ ΜΙΑ ΚΟΚΚΙΝΗ ΟΜΠΡΕΛΑ ΣΤΟ ΒΥΘΟ
Της άρεσε να παίζει με κόκκινες ομπρέλες, μου άρεσαν οι συντομεύσεις. Αναζητούσε μια ανέμελη ζωή, αναζητούσα ψύλλους στα άχυρα. Τελεσίδικα.
Θα ήθελα να είμαι κάπου που να χιονίζει και όχι εδώ στα σύνορα του ήλιου με τα σύννεφα. Πόσο ζωηρά είναι τα ψέματα των νεαρών κοριτσιών όταν με πλατάγιασμα στα χείλη, λένε σ’ αγαπώ…
Σε θυμάμαι ακόμα, όπως τότε που ήταν οι νύχτες σε προτεραιότητα και δυσανασχετούσες στα περάσματα που δήθεν αποσύρονται. Υπερβολικός ο τρόπος που θαύμαζες τα πετούμενα και τις νεραντζιές και ας μην είναι τίποτα από εκείνα που θα ήθελες να είσαι. Πηγαινορχόσουν στο πλακόστρωτο και θρυμμάτιζες με τα βήματά σου την σιωπή. Πίστευες πως μόνο έτσι θα δώσεις αφορμή και χώρο στην βροχή να σε πλησιάσει. Τώρα, μόνο λίγα από το χτες φέρνεις στα μάτια και γελάς, μα ξημερώνει πάλι και το φως νωχελικά διαλύει ότι με τόσο κόπο προσπάθησες να κρύψεις.
Οι γάτες να πατούν στις λαμαρίνες, να χτυπούν οι συναγερμοί προστάτες της ιδιοκτησίας, οι δρόμοι σταθεροί να ορίζουν την κίνηση και ο αέρας ανάμεσα στις φυλλωσιές θόρυβο να παράγει.
Πεντάγραμμο τα σύρματα από κολώνα σε κολώνα και οι δεκοχτούρες να παριστάνουν τις νότες σε εξέλιξη. Πάλι λάθος ο προσδιορισμός. Μα εσύ να μπήγεις τα νύχια στον αέρα και να ανασηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών σου. Καυχιέσαι πως ολημερίς κατατροπώνεις τις προσευχές και τις νύχτες η σκιά σου, φορώντας κοθόρνους, να περιφέρεται γύρω από τον ναό, δημιουργώντας ηχηρά τοπία και εντάσεις. Τότε είναι που ανισόρροπα σηκώνεις τα χέρια, να ξεμακρύνουν από το κρεβάτι.
Τις άλλες ώρες από μπαράκι σε μπαράκι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου