Ο ΛΙΟΝΤΑΣ ΚΙΚΝΟΣ
Ο Λιόντας Κίκνος ήταν αφοσιωμένος μουσικός. Χρόνια τώρα ταγμένος στην τέχνη και στη μούσα του, την Ευτέρπη. Τη θαύμαζε από τότε που εκείνη εφηύρε τον αυλό, πριν φτιάξουν με το Στρυμόνα το Ρήσο. Απόψε όπως κάθε βράδυ, πάνω από τις ανθισμένες νεραντζιές της Πινδάρου, μέσα από τους τοίχους έπαιζε για κάποια κόκκινα μαλλιά. Τι πάει να πει πως το κατάλαβα, ερώτηση τώρα είναι αυτή; Τόσες φορές έχω ακούσει ετούτα τα κενά στις ίδιες παρενθέσεις. Κι ενώ οι νότες λιγοστεύουν, εκείνα τόσο αναθεριάζουν και γίνονται ένα με τη σιωπή εως το φως να μεγαλοδείξει.
Η Αργωιγή συνεπής βοηθός στην υλοποίηση των συνεπειών της νύχτας, εκεί στην ώρα πριν τον ύπνο. Των συνεπειών. Να το θυμάσαι.
Κι αν είναι να φύγεις να χαθείς, μη κοιτάξεις το λευκό ταβάνι. Εκείνο που το ορίζει μια λάμπα φθορίου κάθετη, σαν ξαπλωμένος τη κοιτάς, κοντά στα δύο μέτρα και φωτίζει τα μηνύματα ολόγυρα στους τοίχους. Μηνύματα που κάποτε την προσμονή ξόρκιζαν και με τις λέξεις στη σειρά, μακριά την είχαν διώξει. Τώρα φτερά αγγέλων από τη μία, στο μαύρο ακουμπισμένα κι από την άλλη ένας άγγελος άλλος ζωγραφισμένος. Εσύ την πόρτα να κοιτάς, έχοντας στα χέρια σου τα τάλαντα. Παγώνει το αίμα όταν σκέφτεσαι ποιος, πότε θα σε βρει, σαν έρθει εκείνη η ώρα.
Θυμάμαι τότε, με το που κάθε που δυσκολευόταν, έβαζες τον ιχθύ στα μάτια Του και ξεπάστρευε ότι ανάποδο υπήρχε εμπρός και γύρω του. Λες και ήταν η τελευταία γουλιά του πρωινού καφέ Του.
Με τέτοια θέρμη και ας τον έπινε σκέτο, δηλητήριο.
Ώρες παραμονής σήμερα και πάλι τα ίδια. Ο ιχθύς στο πρόσωπο Του, στις Συμπληγάδες. Όλα τα ίδια πάλι, μα αλλιώς...
Το σενάριο , αντέχει σε άλλο τέλος. Κάπως δυσοίωνο, ίσως πιο στυφό, άνυδρο, μα εκεί πίσω από τα τεράστια βράχια υπάρχει η έκπληξη. Καλώς να την δεχτείς και όταν σε βρει και την δεις μη κάνεις πως λάθος δρόμο πήρε...
Εκείνα τα κομμάτια των προσευχών, των νεαρών κοριτσιών η λατρεία.
Εκείνα τα δήθεν όχι τους που τ’ αστέρια τρεμοπαίζουν και πέφτουν άδεια.
Εκείνα που ευχές λογίζονταν. Εκείνα ψάχνεις.
Και μόνο μέσα από τη βαρύτητα της αγρύπνιας τόσο υποφερτά χαμογελάς, το σκοτάδι αγγίζοντας.
Τώρα που συζητάς κοιμάσαι, πίσω κοιτάς και συναναστρέφεσαι τους ορίζοντες.
Kρυφοφαίνεται ο ήλιος μέσα απ’ τα φύλλα, μιας όμορφης ακακίας. Ανάμεσα στις ταράτσες πάνω απ’ την πλατεία.
Εκείνη της πρώτης γνωριμίας.
Κάτω καφές ζεστός και νερό να τρέχει ακατάπαυστα.
Τα χαμόγελα των περαστικών να μπερδεύονται με τα βήματα των νωχελικών θαμώνων.
Μια προσπάθεια. Κλείνεις ακόμη πιο σφιχτά το μέσα των ματιών σου.
Κρυώνεις στα μπλε και περιφέρεσαι.
Νιώθεις το κορμί σου να γίνεται κομμάτια.
Τον περιμένεις, τον θες.
Ονειρεύεσαι εκείνο το κύμα χαμηλά που θα σας κάνει ΕΝΑ!!!
Ανάβεις όλα τα καντηλέρια στα εικονοστάσια των δρόμων τους.
Μόνη σαν κοιμάσαι στα σκοτάδια.
Μου τονίζεις πως πρέπει οπωσδήποτε να χάσω. Μα εγω αντιστέκομαι στα συστήματα εκείνα που τζογάρουν τα συναισθήματα.
Γυμνό το κρεβάτι παραμένει λύση σε εξίσωση.
Τόσος καπνός από στόμα σε στόμα.
Την αθωότητα σου προσπερνά και από τον φάρυγγα σου βγαίνουν λέξεις.
Ο Αντρέ, κύριε ελέησον με, την φρικαλέα μοναξιά σε κουτί κατακόκκινο σφραγίζει.
Το πρωινό τη βγάζει να λιαστεί και να την ταΐσει.
Πόσα πλάσματα το κορμί σου ονειρεύτηκαν.
Πόσα μέσα του ζεστάθηκαν και πόσα κομμάτια έγιναν.
Αμόνι και σφυρί εσύ μαζί.
Στα γύρω αφημένα τα κομμάτια μου,
μην σφίξεις τα χείλη
μην κοιτάξεις το μέλλον
ούτε χέρι να απλώσεις.
Θα έρθει πάλι το καλοκαίρι, είναι αποφασισμένο και τελεσίδικο.
Δεν θα αγγίξει ούτε τα άλλα, ούτε τα βότσαλα
ούτε το άρωμα από τα στήθη σου.
Τίποτα λευκό.
Καμιά σιωπή.
Λαχανιασμένος έφτασα στα χείλη σου
Σφιχτά τα κρατάς,
μα σου είπα...
Πότε ξεριζώθηκα από το σκοτεινό δωμάτιο, παραμιλώντας για την τόση ατάλαντη ηδονή της χθεσινής γιορτής, αδιάφορη βραδιά.
Έστησα τα σκηνικά, η τελευταία σκέψη, βαθύς οργασμός.
Θα ησυχάσει το μυαλό.
Έλα, της λέει εκείνος, οι δρόμοι τρέχουν.
Χωρίς παράθυρα, άδειος.
Ύστερα τίποτα, έχω λησμονηθεί.
Περιστρέφομαι γύρω απ’ τη σιωπή του παραδείσου.
Κραυγάζω στον ουρανό, ενώ μπροστά στα μάτια σου ένα ουράνιο τόξο.
Χαμόγελο κουράγιου, βλέπει το μέλλον και με τυφλώνει από μακριά.
Η αναπνοή της, τύλιξε απόψε το φεγγάρι.
Σώματα σε ιστορίες.
Είναι κατακόκκινο το φόρεμα σου.
Αρρώστια είναι, μιλούσε κι έκοβε, κρατούσε η γυναίκα με τα μάτια κλειστά κάτι μικρά χρυσάφια πάνω σε στόμα.
Μαλλιά ξέπλεκα, ατημέλητα.
Απ’ τα συντρίμμια του βυθού, εχθρός από τους φίλους που έχεις σπίτι, ένα σπίτι.
Κι έπειτα αυτή η σιωπή.
Θα ήθελα να μπορώ να...
Ένα στεναχωρημένο χρώμα περιφέρεται χωρίς να αφήνει ίχνη, χωρίς απορίες, χωρίς...
...τόσο που το φως αγγίζει την σάρκα και τότε όλα ζωντανεύουν.
Οι μουσικές αρχίζουν πάλι να στροφάρουν, οι δρόμοι να ξεχύνονται ξανά προς όλες τις κατευθύνσεις και οι άνθρωποι δειλά δειλά στην αρχή είναι αλήθεια, να χαμογελάνε.
Το χρώμα πολλαπλασιάζεται, γίνεται χρώματα και γεμίζουν τον τόπο με αντιθέσεις. Έτσι απλά. Τόσο απλά.
έφτανε το φως να κάνει μια κάποια κίνηση.
Τώρα καταμεσής των τραυμάτων του χειμώνα, κανείς δεν θέλει να εισπράξει, ένα περίεργο πράγμα, όλοι θέλουν να δώσουν. Ακόμα και εκείνο το μικρό ηλιοτρόπιο που είχε ξεραθεί και μετά το έπνιξε η βροχή πάνω στα μάρμαρα πήρε το σχήμα της καρδιάς και μεταλλάχτηκε.
Που κρυβόντουσαν τόσο καιρό τα συναισθήματα;
Που κρύβεται τώρα πια η λύπη;
Ο Λιόντας Κίκνος ήταν αφοσιωμένος μουσικός μα ετοιμόρροπος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου