Ο ΦΥΓΑΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

 


Ο Τίμος γεννήθηκε το 1968 στη Νάξο. Διαόλου κάλτσα από γεννησιμιού του. Πεντέμισι κιλά γεννήθηκε ο διάολος κι από τότε βάλθηκε να μεγαλώνει. Ψηλός πάνω από 1,85, ξερακιανός, με ψαρά, σχεδόν ξανθά μαλλιά. Αν είχε γεννηθεί στην Ιθάκη, θα έλεγες πως μοιάζει του Οδυσσέα.

Κατά τας ...γραφάς πάντα. Γεννήθηκε όμως στο κυκλαδονήσι και τώρα ζει στην Αθήνα.

Ο Τίμος ήταν καλός μαθητής, μα του άρεσε κι η θάλασσα. Το’ χε μέσα του το φευγιό. Να φεύγει απ’ όπου. Αρκεί να φεύγει. Από το σχολειό, από το παιχνίδι, από τον κόσμο.

Απόψε πάλι εφημερία στο νοσοκομείο, ούτε να βρεις καρέκλα. Για κανονική «καβάτζα» ούτε το σκεφτόταν.

Οι σειρήνες του ασθενοφόρου σαν σε μια δικιά τους συναυλία. Πιστή ηχητική κάλυψη του κόσμου μας. Οι ήχοι των ημερών μας στις εφημερίες. Η ελλειπτική παρουσία τους στα πως.

Όμως απόψε ήταν κάπως αλλιώς. Η εφημερία άρχιζε σε λίγο, μα μια περίεργη ηρεμία επικρατούσε παντού. Κοιτούσε το διάδρομο κι είχε πολύ ώρα η ματιά του να συναντήσει άνθρωπο. Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο. Πλησίασε και κοίταξε προς τα έξω. Βρισκόταν στον τρίτο όροφο και από εκεί μπορούσε να διακρίνει τη συμπληρωματική αρχιτεκτονική της ανάγκης.

Από τα κτίρια του μεσοπολέμου, τότε πρωτοχτίστηκε τούτο το νοσοκομείο, μέχρι τις μεταμοντέρνες κατασκευές της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε ήταν το τελευταίο συμπληρωματικό κομμάτι. Στο ενδιάμεσο δεν θα μπορούσε να λείψει η «συμβολή» της χούντας.

Ξέρεις πόσες περικοκλάδες έχει αυτό το κτίριο;

Ο πατέρας στο καΐκι. Βοηθούσε και η μάνα πολλές φορές. Ένα πακέτο «Τέλειον» και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί πάντα στο τραπέζι.

Η μάνα «άγιος άνθρωπος», ο πατέρας «αλμυρός». Μαλάκωσε κάπως όταν από το γρι γρι πέρασε στο ξιφιάδικο. Το’ χε απωθημένο. Έβλεπε τις σημαδούρες με τα ψηλά καλάμια και τα πανιά να κυματίζουν στο νερό και μεράκλωνε. Έφτιανε το κέφι του. Και το μεροκάματο ήταν καλύτερο στους ξιφιούς. Είχε βέβαια περισσότερη δουλειά, μεγαλύτερο κόπο, μεγαλύτερα παλούκια.

Όταν δεν είχε σχολείο, ο Τίμος πήγαινε κοντά στο ψάρεμα. Του άρεσε, δεν παραπονιόταν κι ας έλειπε από το κλοτσοσκούφι στην αλάνα. Κι ας τον αναζητούσε πάντα η παρέα. Όσο μεγάλωνε όμως, ξεμάκραινε. Ξεμάκραινε κι η θάλασσα στο πέρασμα της.

Ποτέ δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε στο νοσοκομείο. Ίσως γιατί ένιωθε την ασφάλεια των ζωντανών. Ίσως γιατί οι άνθρωποι εκεί σκέφτονται το δικό τους πόνο κι έτσι γίνονται λιγότερο περίεργοι, έστω μέχρι να πειστούν πως να τη «γλυτώσουν», πως να τη σκαπουλάρουν.

Τους νοσηλευτές και τις νοσηλεύτριες τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα. Με τους γιατρούς δεν είχε πολλά πολλά. Στο ναό του νοσοκομείου δεν πάτησε ποτέ, προσευχόταν όμως στη μάνα που θηλάζει.

Μια μέρα, κοντά δέκα χρόνια τώρα, παράτησε δουλειά, σπίτι, υπόληψη. Ένιωσε κυνηγημένος, είχε ανάγκη να κρυφτεί. Χάθηκε εκεί που η απώλεια...

Δέκα χρόνια στα σκοτάδια των ανθρώπων.

Ήξερε κάθε τρύπα του κτιρίου, κάθε σπιθαμή. Ξετρελαινόταν από τις χρωματιστές στολές των νοσηλευτριών. Πράσινες, ροζ, μοβ. Ελαφριές κίτρινες, σκούρες μπλε. Έσπαγε το μονότονο του άσπρου, άφηνε πίσω εκείνο του καθωσπρέπει, της ανάγκης.

Τον Τίμο, μάλλον, τον συμπαθούσαν εκεί μέσα και οι τραπεζοκόμες. Του φύλαγαν μερίδα. Μάλιστα κάνα δυο απ' αυτές του κρατούσαν διπλό ζελέ. Πόσο του άρεσε του Τίμου ο ζελές δεν περιγράφεται.

Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού μια θάλασσα από ζελέ τον δρόσιζε. Εκεί τσαλαβουτούσε το χειμώνα... Για το χειμώνα δεν είχε σκεφτεί κάτι.

-Δώς’ μου ένα τσιγάρο, ρε, ακούστηκε η φωνή.

Ο Τίμος γύρισε και είδε το κατσιβέλι.

-Τσιγάρο; Σε νοσοκομείο είσαι, του είπε. Άσε που δεν καπνίζω.

-Δώσε ρε πούστη ένα τσιγάρο σου’ πα....

Ένα κόψιμο μέσα από τα πλευρά, κοντά στο στήθος. Έγειρε λίγο μπρος, γονάτισε.

Έπεσε αργά στο έδαφος, μια λίμνη αίματος ολόγυρα, ίσα που πρόλαβε να δει τη γυαλάδα στο χέρι.

-Τίμος;

-Τίμος.

-Να σου γαμήσω για όνομα, από πού βγαίνει το ρημάδι;

Οι σειρήνες του ασθενοφόρου δεν χρειάστηκαν για πάρτη του.

'Ηταν ήδη μέσα στο νοσοκομείο.

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές