Των Φώτων σήμερα, τα καλικατζάρια το πούλο, στο πριόνι πέρα δώθε πάλι και άμα τα καταφέρουν σφύρα μου.

Στο λευκό, το φως δειλιάζει, τα πόδια ανήμπορα, το βάρος τους εκείνο να σηκώσουν δυσκολεύονται.

Κλουβί, φυλακή, δωμάτιο, πέστο σπίτι δε χάθηκε ο κόσμος, μα πως γίνεται στήθος μια σταλιά να καταπλακώσει σώμα ολόκληρο και εκείνο να στέκει ακίνητο, να μετρά τα ολάνθιστα, μέσα από αναστεναγμούς ατέρμονους.



Πως τα έφερε η ζωή μου έτσι, τιμωρία και ζω (που λέει ο λόγος) σε τούτα τα τσιμέντα, σε μια συμπαγή καθημερινότητα. Τα μάτια να μην βλέπουν δύση, έρωτες να μην ευδοκιμούν, τάματα να μην ΄΄πιάνουν΄΄ και δώστου πάλι.

Μια κραυγή ανάμεσα σε σιωπές Συμπληγάδες είμαστε, γιαυτό και δεν ακουγόμαστε, μα που θα πάει, θα εκδικηθούν οι νεραντζιές, να μου το θυμάσαι, μέρα που είναι.

Να κάμεις να φύγεις τώρα, που ζώνετε ο ήλιος τα σπαθόλουρα και αφήνει τα ξίφη να δελεάζουν το τσιμέντο;


Από τότε που  οι πέτρες έκαμαν νόημα με νόημα, στην αγάπη να σιωπήσει, στέκει εκεί να την θαυμάζουν και δεν έχασε ποτέ κανένα φως, σκοτάδι δεν την πιάνει και όσο το σώμα μου μπορεί και αδρανεί, το θέλω μου, όμως σε θέλει και ικετεύει και ας σε βρίζω όταν με πιάνει πυρετός.

 Έτσι κι αλλιώς όλες οι χαρές με λύπη πληρώνονται στο κάθε τέλος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

Η εργασία στο σεξ είναι εργασία

ΧΩΜΑ ΣΤΗΝ ΜΠΑΝΙΕΡΑ του Φαίδωνα Καστρή