ΝEGRA VERTIGO

 


Κάθε φορά που γυρίζω, βρίσκω τους ίδιους δρόμους, το ίδιο άδειους.

Κάθε φορά που γυρίζω, τα ίδια δένδρα στις θέσεις τους. Φύλακες και κρατούμενοι μαζί.

Κάθε φορά που γυρίζω, αν και δεν είσαι εδώ, είναι που ομορφαίνεις τα γύρω μου.

Από τα μάτια όλα ξεκίνησαν, το κρύο ήρθε αργότερα και δεν ήταν μόνο του. Το είδα να πέφτει εκείνο το φύλλο χωρίς θόρυβο, σε μια διαδρομή προκαθορισμένη. Μετά είδα το χιόνι και εκείνο το ασπρόμαυρο πουλί που έκοψε και μπήκε στα κλαδιά σαν φωτογραφία του Max Rei μέσα στο χιόνι.

Όλη την  νύχτα χιόνιζε στην πόλη των εχθρών μου, γιατί φίλους ετούτους με τα κρύα δεν τους λες. Χωρίς σημάδια, δίχως ανάσες, πως γίνονται από ανάσες αγκαλιές, ποτέ μου δεν κατάλαβα.

Ούτε τη γλώσσα τους δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω κι ας είχε γράμματα, ήχους, περισπωμένες και θέλω.

Μια νύχτα είναι ίσως, θα περάσει.

Θυμάμαι παλιά που δέναμε τα καλοκαίρια με χαμόγελα και έρωτα και εκείνα μόνο έμειναν.

Ίσως απόψε να μην χιονίσει...

Μου τονίζεις πως πρέπει οπωσδήποτε να χάσω, μα εγώ αντιστέκομαι στα συστήματα, εκείνα που τζογάρουν τα συναισθήματα. Γυμνό κρεβάτι παραμένει λύση σε εξίσωση και έχοντας κάνει έρωτα, η κόρη του ματιού αναταράσσεται ανάμεσα σε πόδια τέμνοντας με τα χέρια ότι σαν αίσθηση εκκρεμούς από το τοπίο ξεμακραίνει. Επιτέλους η φλυαρία του γυμνού αντιπαρέρχεται και στέκω σαν γλάρου πέταγμα, σε αιώρηση κιτρινοκόκκινη.

Τα μάτια εκείνα της λανθάνουσας αμαρτίας, μαρτυρία.

Κάθεσαι γυμνή στην πολυθρόνα με τα πόδια σφυρηλατημένη. Το φως από τα αριστερά κάνει το μπλε του φόντου να σπαράζει.

Οι πρώτες μελωδίες, εκείνες του ξυπνήματος, μεταμορφώθηκαν σε οργισμένο punk. Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, οι ανάσες μας έφτιαξαν ένα πιο υγρό επίπεδο στο τζάμι του παραθύρου.

Σηκώθηκα τόσο βέβαιος όσο ποτέ, ζωγράφισα μια καρδούλα με το δάχτυλο. Εκείνη, σαν δάκρυσε, κατρακύλησε και έγινε στον κατήφορο το σχήμα της αδέσποτο σκυλί. Λίγο μετά μείναμε αγκαλιά.

Είναι φορές που ξεφυτρώνουν ιβίσκοι ανάμεσα στα πόδια σου, ανερυθρίαστα μα επιδέξια. Σκορπώντας αρώματα σαν εκείνο του κορμιού σου και που με κινήσεις αθόρυβες και περίτεχνες τρομάζουν τις σκιές που κολυμπάνε.

Μην πιαστείς από εκείνες τις σκιές. Μην από εκείνες κρατηθείς.

Από το ύψος αυτό μπορώ τις σκιές να παρακολουθώ, εκείνες που βιαστικά με προσπερνούν κι εκείνες που παίρνουν θέση στο καρτέρι. Δεν μοιάζει το ίδιο ότι θες να θυμηθείς, με εκείνα που θέλεις να ξεχάσεις. Ούτε οι νυχτερινές αναπνοές βοηθούν τώρα εδώ.

Κάποια στιγμή και εσύ ανάμεσά τους. Σε κοιτούσα να φεύγεις, να χάνεσαι στο βάθος της ευθείας. Δεν έκανες καμία προσπάθεια να αλλάξεις κατεύθυνση. Πώς θα μπορούσες άλλωστε, αφού από χρόνια τώρα, αιχμάλωτη των λουλουδιών σου είσαι.

Είναι τόσο σίγουρη, σκέφτηκα, τόσο αποφασισμένη. Προσπάθησα να εντοπίσω την σκιά σου. Μάταια…

Η σκουριά από ώρα έχει το σώμα προσπεράσει και όλο βαθύτερα χωνόταν. Σε κάθε κίνηση, σε κάθε ευκαιρία. Εκατοστό το εκατοστό, όλο και βαθύτερα, κανείς πόνος ανάχωμα. Δέκα εννέα, είκοσι, δίεση, ο κωδικός. Να το θυμάσαι και μόλις πάλι ξημερώσει να το φωνάξεις τρείς φορές και τούτες οι νύχτες μέλισσες χαμένες στα κεντήματα, θα γίνουν ελαφρότερες. Μαζί και εγώ, από το ύψος αυτό θα μπορώ να τις βλέπω ανάμεσα στις σκιές να κλωθογυρίζουν και να υφαίνουν.

Τώρα που τελείωσαν τα ψέματα, και όλες οι αλήθειες πήραν την θέση τους στην ιστορία, οι ιβίσκοι θα ξεφαντώνουν σαν σε γύρα στη Λαγκάδα, στο χάσιμο, στη ροή του αίματός σου. Μέσα μου, μόνο το θρόισμα φύλλων φυλλοβόλων, ερμαφρόδιτων, που έμειναν να αιωρούνται στο κενό.

...Ξεπεζεύεις περίφημα στις ανηφόρες, κοντοστέκεσαι, χαζεύεις τα κυκλάμινα, ερωτοτροπείς περιμένοντας, πάλι ακόμα λίγες δρασκελιές και πάλι κοντοστέκεσαι και συμμαζεύεις τους αέρηδες μέσα στα σωθικά σου...

Πόσο μακριά με πήγε στο κόκκινο η καινούρια μέρα.

Σ’ αγάπησα την περασμένη νύχτα, πολύχρωμα φυλλώματα και μουσικές.

Να τα κάνω όλα θάλασσα, νερό.

Θέλω να’ μαι αλμυρός αέρας.

Αυτή τη φορά δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις.

Ξαγρυπνάς με τα φεγγάρια μου.

Φιλιά και συνταγές. Σιωπές από μεσάνυχτα.

Άρωμα λουλουδιών που ξέφυγε. Μέταλλο στο μέταλλο.

Με θυμάσαι;

Έρχονται από τον κήπο κύματα. Σχεδόν φως.

Όλα σημαδεμένα απ’ των δακτύλων τη φορά.

Τα σώματα των κτιρίων, σώματα ακατοίκητα.

Στο κάτω κάτω, δεν θα μείνουμε εδώ για πάντα.

Ήταν δεν έχω έρωτα, είναι στιγμές που επιθυμώ χώμα, στεγνό φιλί.

Το άθροισμα όλων, ακόμα έναν ουρανό να φτάσω.

Τυφλά αγάλματα μέσα στους προβολείς των αυτοκινήτων.

Έτσι που φθείρομαι, ο δρόμος κινείται προς τη νύχτα.

Μια φίλη στην αγκαλιά μου.

Να φύγω, να χαθώ.

Τα λόγια άδεια, χείλια σφιχτά, ο κόσμος στο λαιμό.

Γεγονότα αδιέξοδα, απελπισία το συναίσθημα.

Έντρομος, κάθε φορά που ακούγονται γέλια.

Ο αέρας και η βροχή.

Η νύχτα δεν λέει να ξημερώσει.

Όνειρα ελπίδες στα μάτια.

Τίποτα δεν διαρκεί.

Ανήμπορα ρήματα.

Μοιραία χτυπήματα, καταστάσεις ανώφελες.

Μπορείς να παλέψεις, πριν κοιμηθείς.

Κλάματα πίσω απ’ τον ώμο σου.

Θα ήθελα να μπορώ να γίνουμε ένα.

Προσηλωμένος κύκλους, λέξεις και σκοτάδι.

Πραγματικό ποτάμι από ξένες ηδονές και πάντα στο κόκκινο στη διάρκεια του ονείρου.

Η αναπνοή αναγνωρίζει.

Η αγάπη και το κρασί σ’ ένα ποτήρι.

Δε σε γνωρίζω στ’ αλήθεια στον απέναντι τοίχο.

Όλα δεμένα ψέματα.

Μια από δω, μια από κει

Κρύο το μάρμαρο, διώχνω όλα τα ρεύματα.

Εθελοντές μάρτυρες, για φόντο διάλεξαν τα υπόστεγα.

Αλλιώς μετράς τη λατρεία, έσβησα το φως, σου τηλεφώνησα πάλι.

Ξαγρυπνώ μπροστά στην απειλή.

Το πυκνό σου σκοτάδι, ήταν ο μόνος παραλήπτης!

Φοβάμαι τις στροφές.

Άνοιξη κι έφυγαν.

Ανάμνηση αλλοτινή στον τοίχο μία μία, να λούζονται μισόγυμνες.

Ξυπνάνε, θα κατέβαιναν αφού η σιωπή έκλεισε, τα χέρια μου που ξύπναγαν της άγονης γραμμής.

Μετέωρη ώρα για να σ’ ονειρευτώ.

Τίποτε δεν θα έμενε στην ηδονή, μέσα σε σάρκα δίχως φως.

Ασκούνται στο ερωτικό που γεύτηκα.

Όταν πήρες το δρόμο, το βράδυ αρνιόταν.

Μη ρωτάς, ταξίδι ανύπαρκτο στις πέρα θάλασσες.

Το τέλος στήνει τα χέρια ψηλά ν’ ανθίσουν στη δίνη, στον άνεμο.

Μετέωρο φως τώρα θέλει η νύχτα.

Στο έλεγα πως σ’ αγαπώ, "Επί γης ειρήνη (και) εν ανθρώποις ευδοκία"

Εσύ έχεις ξεπεράσει ακόμη και το νόημα των κλειδώσεων.

Με προσέχεις.

Ανοίγεις τα πόδια σου, μπορούν να ξεκλειδώσουν περισσότερο το συναίσθημα.

Θέλω να σου δείξω το αναπόφευκτο: Ξυπνάμε μαζί.

Ο ήλιος φεύγει.

Ύστερα, κρατώντας το γυαλί που η άνωση σου επέτρεπε να το σέρνεις στα νερά, κάρφωσες με το καμάκι τον ύπνο.

Έχω υποκύψει στις πιέσεις, νομίζεις πως ισχύει το αντίθετο;

Συγχώρα με που δεν μπορώ να δω τον κηπουρό.

 Χωρίς παράθυρα, άδειος.

Ύστερα τίποτα, έχω λησμονηθεί.

Περιστρέφομαι γύρω απ’ τη σιωπή του παραδείσου.

Κραυγάζω στον ουρανό, ενώ μπροστά στα μάτια σου ένα ουράνιο τόξο.

Χαμόγελο κουράγιου, βλέπει το μέλλον και με τυφλώνει από μακριά.

Πότε ξεριζώθηκα από το σκοτεινό δωμάτιο, παραμιλώντας για την τόση ατάλαντη ηδονή της χθεσινής γιορτής, αδιάφορη βραδιά.

Έστησα τα σκηνικά, η τελευταία σκέψη, βαθύς οργασμός.

Θα ησυχάσει το μυαλό.

Έλα, της λέει εκείνος, οι δρόμοι τρέχουν.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

μαζί μου. Τότε

Η εργασία στο σεξ είναι εργασία