«ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν»
«ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέν με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστιν μετ᾿ ἐμοῦ». (Ψλ. 37,11).
Άνοιξα το λάπτοπ, είδα πια νοσοκομεία εφημέρευαν κοντά μου, επέλεξα αυτό που πίστευα ( λόγο εμπειρίας τώρα πια) ότι θα ήταν η σωστή επιλογή, χαιρέτησα τον Λευτεράκη και πήγα στο νοσοκομείο. Αριθμός 4 παρακαλώ, λίγο ακόμα και θα μου έδιναν τα κλειδιά να ανοίξω. Ο πόνος τον χαβά του και εγώ τον δικό μου.
Υπάρχουν δυο κόσμοι, οι εντός των τειχών και οι εκτός. Νοσοκομεία, φυλακές, δωμάτιά μοναχικών και όχι μόνο ανθρώπων, ότι περικλείετε, το μη ορατό, ένας κόσμος άλλος από εκείνον που ζούμε και ορίζουμε καθημερινότητα.
Εισαγωγή λοιπόν, λίγος πανικός, μια κάποια ανησυχία και όλα έμοιαζε να παίρνουν τον δρόμο τους.
Τα ΑΧ! - ΒΑΧ! γνώριμα επιφωνήματα, όπως και οι επισκέπτες, οι συγγενείς, οι ΄΄αγγελιοφόροι΄΄ με τις κάρτες, να διαλαλούν την πραμάτεια τους, κομπλέ ασθενοφόρα, Ελληνίδες αποκλειστικές, μια να περνούν αυτοί και να καρφιτσώνουν κάρτες στους Αγίους και από πίσω οι καθαρίστριες να τις μαζεύουν. Ράντζα στους διαδρόμους, παρακάλια στους θεούς, παρακάλια στους γιατρούς. Τα ίδια παρακάλια, στον πόνο σου θεός είναι ο γιατρός, ακόμα και η νοσηλεύτρια, ότι φοράει στολή νοσοκομείου και κινείτε.
Εγώ στο κρεβάτι ένα, το κρεβάτι δύο άλλαξε δυο φορές τον κάτοχο του, μία για στεφανιογραφία και η άλλη για ταξίδι ...μακρινό.
Τρία κρεβάτια ο θάλαμος μου. Στο τρίτο ο παππούς με άνοια, του έφταιγαν όλα, μέχρι που δίνει μια, πουλί χωρίς φτερά, πέφτει, σκάει στο πάτωμα και σειρά είχαν μπόλικα ράμματα.
Πήγα προετοιμασμένος σχετικά, ήμουν σίγουρος πως θα άλλαζα κόσμο, δηλαδή, από τον κόσμο των εκτός, θα έμπαινα στον κόσμο των αόρατων. Είχα μαζί μου και βιβλίο ανάλογο για να σκοτώνω την ώρα μου ΄΄Η ΩΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ΄΄ συζητήσεις με τον Francis Bacon.
Στην τρίτη αλλαγή του κρεβατιού νούμερο δυο, ο θάλαμος έγινε μικτός. Αυτό δεν το είχα ξαναδεί.
Κοιτούσα της νοσηλεύτριες να ΄΄γράφουν΄΄ χιλιόμετρα, να αντιπαρέρχονται την κάθε παραξενιά και ιδιοτροπία των ασθενών, να έχουν πάντα έναν καλό λόγο και ένα σχεδόν μόνιμο χαμόγελο στα χείλη Προσπαθούσα να καταλάβω πως θα είναι όταν βγαίνουν στον άλλο κόσμο, στην βόλτα, στο σπίτι τους, στα παιδιά τους.
Είναι αλήθεια πως οι επεμβατικοί γιατροί μας είναι σπουδαίοι όσο και αν η κεντρική διοίκηση θέλει να εξαφανίσει το σύστημα υγείας. Είναι λεβέντες, παλικάρια, δεν καταλαβαίνουν από θεούς και δαίμονες, κάνουν αυτό που έχουν ορκιστεί και το κάνουν εξαιρετικά.
Όμως, από το Σάββατο το πρωί, όταν με αφόρητους πόνους πήγαινα με ταξί στο Γεννηματάς και μέσα μου έλεγα γιατί ρε γαμώτο τέτοια ώρα να είμαι μόνος μου, η ίδια η ζωή λίγη ώρα μετά με διάψευσε.
Μόνο μόνος μου δεν ήμουν, κάθε ώρα που περνούσε ένιωθα πως και κάποιος άλλος παρακαλούσε να την σκαπουλάρω
και κάτι δηλώσεις του τύπου:
΄΄Συνάδελφοι ζητώ συγγνώμη.
Απέτυχα.
Είχα βάλει όλα τα μέσα για την εξόντωση του, αλλά τζίφος !
Τι άρωμα πατσουλί στο χαλάκι, τι γλαστράκια με ανθισμένες πικροδάφνες στο κομοδίνο, τι καρφίτσες σε κέρινα κουκλάκια με τσουλούφι, τίποτα !
Και οι γιατροί εκεί να μη συνεργάζονται ! Όλοι να τον κάνουν καλά.
Τους μάγεψε κι αυτούς.
Ούτε μια απλή δόση κυάνιο σε ένα ορό, τίποτε σας λέω΄΄.
Δεν με πτοούν χαχαχαχαχαχα
«οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ καὶ ἐν κακώσει. αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν∙ παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ᾿ αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν».
Πέρασαν 5 μέρες, για μια ακόμα φορά όλα πήγαν καλά, αλλά έφτασε η ώρα που πρέπει να σταματήσω να περιμένω το ΄΄θαύμα΄΄ να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά.
Ο ΦΥΓΑΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ
Ο Τίμος γεννήθηκε το 1968 στη Νάξο. Διαόλου κάλτσα από γεννησιμιού του. Πεντέμισι κιλά γεννήθηκε ο διάολος κι από τότε βάλθηκε να μεγαλώνει. Ψηλός πάνω από ένα 85, ξερακιανός με ψαρά, σχεδόν ξανθά μαλλιά. Αν είχε γεννηθεί στην Ιθάκη, θα έλεγες πως μοιάζει του Οδυσσέα.
Κατά τας ...γραφάς πάντα. Γεννήθηκε όμως στο κυκλαδονήσι και τώρα ζει στην Αθήνα.
Ο Τίμος ήταν καλός μαθητής, μα του άρεσε κι η θάλασσα. Το’ χε μέσα του το φευγιό. Να φεύγει απ’ όπου. Αρκεί να φεύγει. Από το σχολειό, από το παιχνίδι, από τον κόσμο.
Απόψε πάλι εφημερία στο νοσοκομείο, ούτε να βρεις καρέκλα. Για κανονική "καβάτζα" ούτε το σκεφτόταν.
Οι σειρήνες του ασθενοφόρου σαν σε μια δικιά τους συναυλία. Πιστή ηχητική κάλυψη του κόσμου μας. Οι ήχοι των ημερών μας στις εφημερίες. Η ελλειπτική παρουσία τους στα πως.
Όμως απόψε ήταν κάπως αλλιώς. Η εφημερία άρχιζε σε λίγο, μα μια περίεργη ηρεμία επικρατούσε παντού. Κοιτούσε το διάδρομο κι είχε πολύ ώρα η ματιά του να συναντήσει άνθρωπο. Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο. Πλησίασε και κοίταξε προς τα έξω. Βρισκόταν στο τρίτο όροφο και από εκεί μπορούσε να διακρίνει τη συμπληρωματική αρχιτεκτονική της ανάγκης.
Από τα κτίρια του μεσοπολέμου, τότε πρωτοχτίστηκε τούτο το νοσοκομείο, μέχρι τις μεταμοντέρνες κατασκευές της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε ήταν το τελευταίο συμπληρωματικό κομμάτι. Στο ενδιάμεσο δεν θα μπορούσε να λείψει η "συμβολή" της χούντας.
Ξέρεις πόσες περικοκλάδες έχει αυτό το κτίριο;
Ο πατέρας στο καΐκι. Βοηθούσε και η μάνα πολλές φορές. Ένα πακέτο "Τέλειον" και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί πάντα στο τραπέζι.
Η μάνα "άγιος άνθρωπος", ο πατέρας "αλμυρός". Μαλάκωσε κάπως όταν από το γρι γρι πέρασε στο ξιφιάδικο. Το’χε απωθημένο. Έβλεπε τις σημαδούρες με τα ψηλά καλάμια και τα πανιά να κυματίζουν στο νερό και μεράκλωνε. Έφτιανε το κέφι του. Και το μεροκάματο ήταν καλύτερο στους ξιφιούς. Είχε βέβαια περισσότερη δουλειά, μεγαλύτερο κόπο, μεγαλύτερα παλούκια.
Όταν δεν είχε σχολείο, ο Τίμος πήγαινε κοντά στο ψάρεμα. Του άρεσε, δεν παραπονιόταν και ας έλειπε από το κλοτσοσκούφι στην αλάνα. Κι ας τον αναζητούσε πάντα η παρέα. Όσο μεγάλωνε όμως ξεμάκραινε. Ξεμάκραινε κι η θάλασσα στο πέρασμα της.
Ποτέ δεν κατάλαβε πως βρέθηκε στο νοσοκομείο. Ίσως γιατί ένιωθε την ασφάλεια των ζωντανών. Ίσως γιατί οι άνθρωποι εκεί σκέφτονται το δικό τους πόνο κι έτσι γίνονται λιγότερο περίεργοι, έστω μέχρι να πειστούν πώς να τη "γλυτώσουν" πως να τη σκαπουλάρουν.
Τους νοσηλευτές και τις νοσηλεύτριες τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα. Με τους γιατρούς δεν είχε πολλά πολλά. Στο ναό του νοσοκομείου δεν πάτησε ποτέ, προσευχόταν όμως στη μάνα που θηλάζει.
Μια μέρα, κοντά δέκα χρόνια τώρα, παράτησε δουλειά, σπίτι, υπόληψη. Ένιωσε κυνηγημένος, είχε ανάγκη να κρυφτεί. Χάθηκε εκεί που η απώλεια...
Δέκα χρόνια στα σκοτάδια των ανθρώπων.
Ήξερε κάθε τρύπα του κτιρίου, κάθε σπιθαμή. Ξετρελαινόταν από τις χρωματιστές στολές των νοσηλευτριών. Πράσινες, ροζ, μοβ. Ελαφριές κίτρινες, σκούρες μπλε. Έσπαγε το μονότονο του άσπρου άφηνε πίσω εκείνο του καθωσπρέπει, της ανάγκης.
Τον Τίμο, μάλλον, τον συμπαθούσαν εκεί μέσα και οι τραπεζοκόμες. Του φύλαγαν μερίδα. Μάλιστα κάνα δυο απ' αυτές του κρατούσαν διπλό ζελέ. Πόσο του άρεσε του Τίμου ο ζελές δεν περιγράφεται.
Τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού μια θάλασσα από ζελέ τον δρόσιζε. Εκεί τσαλαβουτούσε το χειμώνα... Για τον χειμώνα δεν είχε σκεφτεί κάτι.
-"Δως μου ένα τσιγάρο, ρε", ακούστηκε η φωνή.
Ο Τίμος γύρισε και είδε το κατσιβέλι.
-"Τσιγάρο; Σε νοσοκομείο είσαι", του είπε. "Άσε που δεν καπνίζω".
-"Δώσε ρε πούστη ένα τσιγάρο σου’ πα"....
Ένα κόψιμο μέσα από τα πλευρά, κοντά στο στήθος. Έγειρε λίγο μπρός, γονάτισε.
Έπεσε αργά στο έδαφος, μια λίμνη αίματος ολόγυρα, ίσα που πρόλαβε να δει τη γυαλάδα στο χέρι.
-Τίμος;
-Τίμος.
-Να σου γαμήσω για όνομα, από που βγαίνει το ρημάδι;
Οι σειρήνες του ασθενοφόρου δεν χρειάστηκαν για πάρτη του.
'Ηταν ήδη μέσα στο νοσοκομείο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου