Αγαρικό και δίσπορο

Ένας αέρας ακίνητος μα παρατεταμένος, είχε από ώρα ζώσει το λιμανάκι και έστεκε εκεί. Μέσα στο ΄΄Καρύδι΄΄, καρδιά μια ανάσα μακριά, η Τζένη με ένα χάδι που αγαπήθηκε πριν καλά καλά ανθίσει. Πολύς κόσμος για τόσο πρωί. Οι μητέρες συνήθως, πήγαιναν τους νεαρούς βλαστούς τους στο σχολείο που βρισκόταν στην άλλη πλευρά του λιμανιού, μετά την ξυλογέφυρα και το παλιό καρνάγιο και οι άντρες είχαν στρωθεί στις δουλειές τους. Η Τζένη με ένα αλπικό χαμόγελο, σαν εκείνα που δεν ξεχωρίζεις εάν είναι γκριμάτσα ή οριζόντια ξυραφιά στο κάτω μέρος του προσώπου, είχε διαισθανθεί από νωρίς την τσαντίλα του καιρού. Είπε στον Βασίλη να μην ΄΄βγει΄΄ σήμερα, μα τα παραγάδια δεν είναι να περιμένουν… Έτσι ο Βασίλης ΄΄βγήκε΄΄ στην αγκαλιά της θάλασσας, όπως κάθε μέρα χρόνια τώρα. Έτσι είχε μάθει από τον πατέρα του και εκείνος από τον δικό του πατέρα. Ψαράδες από κούνια και πολλές γενιές πίσω. Μα και τι άλλο να έκανες σε τούτο τον ριμαδότοπο έλεγε και ξανάλεγε άμα τον ρωτούσες… Η Τζένη δεν συμφωνούσε...