PHOTOCAST 1 / Σε τράβηξε στο φως
Αγγέλου γέροντα το χάδι στα μαλλιά σου και ύστερα μου είπες πως ξεθώριασαν τα χρώματα, πως πέρασε έτσι η ...μπογιά τους.
Έτσι μου είπες.
Πως ήμουν αυτός που από το σκοτάδι σε τράβηξε στο φως.
Εσύ τι είπες.
Μα πάλι ο ίδιος ήμουν που έπρεπε χωρίς τύψεις και ενοχές, χωρίς δεύτερη σκέψη, να με προδώσεις.
Καρέκλα μπορντό να τις τρώει το πάτημα το κύμα, να υποχωρεί η άμμος.
Η πλάτη ίσα στο κενό.
Ποντάρεις σαν σε ρουλέτα, όλα μαύρο, όλα κόκκινο.
Στο ΝΑΙ , στο ΟΧΙ, το ίδιο μερτικό σου βγαίνει.
Πολεμάς θεούς και δαίμονες, για να γίνεις ένα μαζί τους, έτσι ελπίζεις και όταν εκείνοι συλλαβίσουν το ζητούμενο, τότε είναι που εσύ μαθαίνεις .
Τότε είναι που γνωρίζεις.
Τα καθέκαστα.
Ας ουρλιάζουν με το λυκόστομα ανοιχτό, πόρτα πόρτα οι θεοί, προσπαθώντας από του Κρόνου την βουλιμία να ξεφύγουν, μέσα από φιδίσια μονοπάτια δύστροπα, μέσα από όνειρα μαύρα και άραχνα, που σκαλισμένα πάνω σε γρανίτη τα βρήκαν οι κατοπινοί.
Έμειναν να θαυμάζουν οι κακόμοιροι, την δύναμη και το σκοτάδι, μέσα από τεχνικές περίπλοκες και σπάνιες.
Δεν έβλεπαν το αίμα στην αγκαλιά της νύχτας.
Κανείς τους δεν το είδε.
Άνθρωποι έγιναν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου