Ο Ντισού, η Ιγκριτ και ένα βαθυ σκέπασμα.
Ο Ντισού γεννήθηκε ή όχι, δεν έχει σημασία.
Οι γενναίοι μαύροι λύκοι της βορειοανατολικής Σιβηρίας ήταν τα μόνα όντα που του έδειχναν μία κάποια συμπάθεια.
Ούτε οι πεταλούδες, ούτε οι ακρίδες, ούτε καν τα κουνούπια από τα βαλτωμένα χώματα εκείνα που σκεπάζουν με απέραντη τρυφερότητα τις ρίζες σημύδων, δεν του έδιναν καμία σημασία.
Έφτασε στην Αθήνα νύχτα του 1983, νύχτα του Γενάρη με πολύ κρύο.
Εγώ τον βρήκα πρωί στην πλατεία, κάτω από το άγαλμα φωτιστικό με τα ξεβράκωτα.
Το ελάχιστο πρώτο φως, τον έδειχνε στον ύπνο του θλιμμένο και μόνο.
Πήρα από το cafe, δύο καφέδες στις κούπες, τότε δεν υπήρχαν τα πλαστικά, δεν είχε φτάσει η ανάγκη και κάθισα δίπλα του.
Δεν τον ξύπνησα, μόνο την κούπα άφησα δίπλα, στα δεξιά του.
Την Ιγκριτ τη γνώρισα στο Γαϊδουρονήσι, στη Χρυσή
Τώρα πώς γίνεται και βρισκόμαστε στο Παρίσι, σε διαμέρισμα περιωπής και με κούρσα, είναι μία άλλη ιστορία.
Μια άλλη, μεγάλη ιστορία.
Την Ιγκριτ λοιπόν, την πρώτο είδα να μπουσουλάει μαζεύοντας κοχυλάκια στην νότια παραλία.
Μία παραλία όνειρο, παράδεισος.
Λευκή άμμος για την ακρίβεια που δεν ήταν άμμος αλλά τα εκατομμύρια λευκά ελάχιστα κοχυλάκια.
Στην πλάτη οι κέδροι, λέω στην πλάτη γιατί όλα τα λεφτά ήταν μπροστά.
Όταν κοιτάς την ανοιχτωσιά προς την αγκάλη της Λιβύης και η πράσινη θάλασσα με τα νερά της, να αλλάζουν χρώματα και το πράσινο να γίνεται μπλε, μετά να γίνεται τιρκουάζ και ξανά πράσινο. Να βγάζει σκούρες τάπες, να κάνουν δρόμους τα ρεύματα και κατά διαστήματα κάτι κόκκινα, κατακόκκινα ολόγιομα φεγγάρια κοραλλένια στο βυθό της .
Όσο για ψάρι άφθονο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου