Λ.Κ. / ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ
Ο Ντρίλιας κράταγε μία βάρκα με μονό πανί, σαν φτερό ξεπουπουλιασμένου γλάρου, στη δεύτερη μπούκα, στην είσοδο στο γριβάδι.
Κάθε δεύτερη μέρα έριχνε δίχτυ μπροστά από την καλαμωτή, όλο και κάτι έβγαζε.
6:30 ακριβώς το απόγευμα, ξεκινούσε το καλάρισμα. 6:30 ακριβώς το ξημέρωμα, άρχιζε το μάζεμα.
12 ώρες ψαρέματος δίχτυ. Ακριβώς.
Έτσι έκανε μισή βδομάδα πριν και μισή βδομάδα μετά, από τη γέμιση του φεγγαριού, τις άλλες μέρες έπαιρνε το καΐκι και έβγαινε στο πέλαγο.
Μία βδομάδα το μήνα ο Ντρίλιας εμένε στο σπίτι και πασπάτευε με το ψευτόδυχτο την λίμνη.
Χωρίς ψάρια όμως δεν έμεινε ποτέ.
Είχαν να το λένε οι μαγαζάτορες στα ψαρομάγαζα στο λιμάνι:
΄΄ Όσο υπάρχει Ντρίλιας υπάρχει και ψάρι ΄΄
Η δύσμοιρη η Άννα, η γυναίκα του, λεχώνα στο πρώτο τους παιδί, με άσχημη γέννα, δύσκολη, μία να παλεύει το κούτσικο, μία την αφεντιά της. Να έρθει να γιάνει, να σηκωθεί στα ποδάρια της.
Έμπαινε στον έκτο η Άννα όταν ο Ντρίλιας πούλησε το τρεχαντηράκι πού είχε για να αγοράσουν το καΐκι.
Μεγαλώνει η οικογένεια, μεγαλώνουν και τα έξοδα.
Μέχρι τώρα καλά τα βόλευε, μα από δω και πέρα θα άλλαζαν τα πράγματα.
Το πήρε απόφαση θα βγει για τούνες που είναι περιζήτητες, θα ρίχνει και ξιφοπαράγαδα, μία πού ο ξιφιός ή το μαγιάτικο πιάνουν καλές τιμές.
Είπαμε, τα έξοδα περισσότερα, μεγαλύτερη αρματωσιά, πιο μακρινά ταξίδια.
Μα όπως και να χει στη γέμιση του φεγγαριού πίσω στο σπίτι, στην Άννα του και στο μικρούλι.
Όνομα δεν είχαν αποφασίσει ακόμα.
Όταν ο Ντρίλιας είχε το τρεχαντήρι είχε μαζί του ένα αλιεργάτη από την Αίγυπτο, τον Γιουσούφ.
Τον φώναζε Γιουσουφάκι, το θυμόταν από κείνη τη σειρά στην τηλεόραση πριν πολλά χρόνια ΄΄Ο Χριστός Ξαναστερεώνεται΄΄ ή μήπως κάνει λάθος;
Όταν όμως αγόρασε το καΐκι, το πλήρωμα μεγάλωσε αναγκαστικά. Φρόντισε ο Γιουσούφ για αυτό.
Γεμάτα τα καΐκια από συμπατριώτες του. Χρόνια τώρα τα πληρώματα των καϊκιών απαρτίζονται από Αιγύπτιους ψαράδες που έρχονται με χαρτιά και με το νόμο αφού υπάρχει διακρατική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Μάστορες οι ΄΄Μαμελούκοι΄΄, στο χτένι , στο δέσιμο, στο μπάλωμα, αλλά και στο κυνήγι πρώτοι είναι, λες και μυρίζουν το ψάρι από μακριά, ξέρουν τις θάλασσες πως να το κάνουμε, άσε που συμφέρουν.
Η θάλασσα όσο πλούτο δίνει και χαρά στους ανθρώπους της, άλλο τόσο πόνο δίνει άμα την κακοκαρδίσεις.
Το ήξερε καλά τούτο ο Ντρίλιας, όπως καλά ήξερε ότι όπως και να έρθουν τα πράγματα το φεγγάρι πάντα επιστρέφεις, ακόμα κι αν στέκεται μέσα από το σκοτάδι.
Θύμωνε άμα του κακολογούσες κάποιο από τα δύο, το φεγγάρι ή την θάλασσα.
- Τι τηνε μαλώνεις μωρέ; Τι την πετροβολάς τη θάλασσα;
Θάλασσα είναι, κύματα σηκώνει και δε σκέφτεσαι τον αέρα που τα σπρώχνει.
Ετούτη θα καθόταν στα αυγά της αν δεν υπήρχε ο άνεμος.
Περάσανε το Κάβο Ντόρο ανοιχτά να αποφύγουν τα ξερικά τα κύματα, ανοιχτά, να μπούνε Αιγαίο να ρίξουν παραγάδια για ξιφιούς.
Να προλάβουν τα Σιφνέικα καΐκια. μάστορες μεγάλοι στο ψάρεμα του ξιφία οι ψαράδες από τη Σίφνο.
Φόβο δεν είχε ο Ντρίλιας στο νερό. Τι λίμνη, τι θάλασσα, ίδιο το χε και τα δύο τον τάιζαν και τα δύο τα σεβόταν.
Στράβωνε μόνο με τα σημαδούρια των παραγαδιών, τον χάλαγαν τα μαύρα σημαιάκια στα καλάμια.
Χάθηκε ο κόσμος να έχουν ένα άλλο χρώμα;
Μα είχαν το σκοπό τους εκείνοι που ξέραν και έτσι τα άφησαν να τα βρουν οι νεότεροι ψαράδες.
Έλειπε το καΐκι κοντά 22 μέρες, αύριο μεθαύριο θα γύρναγαν, πήγανε καλά η ψαριά, είχε γεμίσει το ψυγείο στα μέσα, μέρα με τη μέρα γεμίζουν και τα πλαϊνά.
Κάποια στιγμή, πλεονασμός, σκέφτηκε ο Ντρίλιας, μα του έφυγε αμέσως η ενοχή σαν σκέφτηκε τις δόσεις που είχε για το καΐκι.
Ας κάνουμε τούτη την καλή, σκέφτηκε ας πάει το χαράμι και από την άλλη γινόμαστε συνετότεροι.
Τους βάρεσε καιρός βαρβάτος στο μπουγάζι της Φολεγάνδρου, δεν ήταν μόνο τα μποφόρια, περισσότερο ήταν η τρέλα του καιρού. Κακοδιάθετος ο αέρας, φωνακλάς και δύστροπος.
Θυμωμένος σαν να τάχε με κάποιον.
Δεν πήγαινε πρίμα ο Κωνσταντής με τίποτα όλο με τα πλαϊνά έσουρνε και γονάτιζε με τη μουσούδα μέσα.
Η πλώρα βυθισμένη στο νερό, τρία μερόνυχτα αγάντα ο Ντρίλιας με τον ΄΄Κωνσταντή΄΄ και το πλήρωμα.
Τρία μερόνυχτα δώστου και δώστου υπομονή πείσμα θέληση και δύναμη, να υποτάξουνε το θεριό και με ικανότητα.
Είχε ούτε μία ούτε δύο ξαναβρεθεί μούρη με μούρη, με στραβόξυλο καιρό, μα τούτος ήταν άλλο πράγμα, λες και ο Ποσειδώνας είχε προηγούμενα μαζί τους.
Μα τι νιτερέσα νάχεις με τους θεούς;
Αυτοί τη δουλειά τους, εσύ την δικιά σου. Δεν μπλέκεσαι στα πόδια τους και το ΄΄λάδι΄΄ τους πάντα στην ώρα του, όπως πρέπει.
Τώρα γιατί τούτος είχε στραβώσει, ποιος να ξέρει;
Η Άννα σταμάτησε να μετράει τις ώρες, την είχαν ζώσει τα φίδια.
Στο δελτίο των ειδήσεων είπαν μόνο, πως βρέθηκαν τρία σωσίβια με το όνομα του καικιού.
Λ.Κ. / ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου