στο καφέ της χαμένης νιότης
Στο καφέ της χαμένης νιότης μας, εδώ στο Εγκώμιο Πολιτιστικό Κέντρο: Για να πάψουμε να ζούμε αιχμάλωτοι στο έλεος των σιωπών μας, για να αρχίσουμε να ενηλικιωνόμαστε...
Ο Αντώνης είναι αιρετικός. Ο Αντώνης είναι των άκρων αλλά όχι ακραίος. Ο Αντώνης είναι δημοσιογράφος, μα κατά κύριο λόγο άνθρωπος. Ο Αντώνης δεν λυπάται το χαμόγελο, ούτε την αγκαλιά. Ο Αντώνης είναι κακό σπυρί στον κώλο του δεξιού, του συντηρητικού, του παπά, του μπάτσου, του δικαστή, του ομοφοβικού, του ρουφιάνου. Ο Αντώνης πάνω απ΄όλα είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
Ο Αντώνης είναι φίλος μου.
Δουλέψαμε κάμποσα χρόνια στην ίδια εφημερίδα, στην Ελευθεροτυπία, εκείνος κάλυπτε τα θέματα ΑΜΕΑ, μα με έναν τρόπο διαφορετικό, δεν παρουσίαζε μόνο τα θέματα, τα έψαχνε, τα ήξερε, τα έξυνε...
η Ελευθεροτυπία έκλεισε, πολλοί συνέχισαν, κάποιοι ΄΄ναυαγήσαμε΄΄, τον Αντώνη τον έχασα...
Κάποια στιγμή έμαθα πως ζει στο νησί της Αφροδίτης, ο Αντώνης δεν μένει πια εδώ, αλλά εκεί που τώρα ζει, έχει κόσμο να τον αγαπά πολύ, μα και κάποιους να τον μισούν. Αυτό το 2ο είναι τροφή για τον Αντώνη.
Ο Αντώνης λοιπόν πέραν των άλλων, διατηρεί το όνειρο στην σωστή θερμοκρασία και υγρασία, έτσι σε συχνά διαστήματα, να παίρνει μέρος του και να συνεχίζει το ταξίδι προς την Ουτοπία, που παρεμπιπτόντως έχει όνομα και στην Σάιπρους την λένε Έλενα, υποστηρίζοντας την και πλέκοντας της το ... Egomio.
Με τούτα και με ταλλα, αυτές της μέρες ποσταρε 2 κείμενα στο facebook, που δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα σωστά και γιαυτο τα έκανα ένα και ήταν σωτηρία η κίνηση αυτή γιατί μου λύθηκαν όλες οι απορίες.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΚΟΡΔΙΛΗΣ
Σε αυτή την αδιάκοπη ροή γυναικών, ανδρών, παιδιών, σκύλων που περνούν και καταλήγουν να χάνονται στο βάθος των δρόμων, πολύ θέλουμε να συγκρατούμε που και που κανένα πρόσωπο. Πρέπει, το έχουμε ανάγκη, μέσα στη δίνη των μεγάλων πόλεων, να βρίσκουμε σταθερά σημεία.
Σταθερά σημεία, σημεία αναφοράς όπως μας αρέσει να τα αποκαλούμε. Η λογική τους, είναι αυτή που κυριαρχεί, καθορίζει τον τρόπο που σκεπτόμαστε σχετικά με το cafe μας στο Εγκώμιο Πολιτιστικό Κέντρο. Πώς πρέπει να είναι, πώς πρέπει να το κάνουμε (να είναι) αντιληπτό σε αυτούς και αυτές που θέλουμε εδώ, να έρχονται, να έρχονται για να μείνουν.
Κάτι μικρό-μεγάλο στον τρόπο των ανθρώπων εδώ στη Λευκωσία ομολογούμε ότι μας προβληματίζει, παρεμβαίνει πιεστικά στον τρόπο που έχουμε κατά νου και τον λοξοδρομεί. Μοιάζουν να μιμούνται με τη στάση τους τον τρόπο (των ανθρώπων) της μεγαλούπολης μα τα όρια της κίνησής τους είναι αυτά μιας μικρής, πολύ μικρής πόλης. Μιας γειτονιάς του Παρισιού, για παράδειγμα, της πόλης που κυριαρχεί στο νου του Patrick Modiano, στο αριστουργηματικό “καφέ της χαμένης νιότης” του.
Ας μείνουμε στον τρόπο του Modiano. Επενδύοντας στην ανάγκη αναγνώρισης του “ξένου και μεγάλου” που τον χαρακτηρίζει, ως προϋπόθεση μετάβασης στο “οικείο και μικρό”. Ίσως έτσι, τέμνοντας κάθετα το μικρό-μεγάλο των ανθρώπων εδώ γύρω μας σύνδρομο, θα μπορέσουμε να κάνουμε περισσότερο πειστικό, περισσότερο βατό τον τρόπο/δρόμο που σκεπτόμαστε (και πορευόμαστε) σχετικά με το cafe μας.
Αντιγράφουμε από αυτόν τον “ξένο και μεγάλο” τρόπο:
“Δεν διαγράφεται ποτέ ολοκληρωτικά το παρελθόν. Μένουν πάντα κάποιοι μάρτυρες, κάποιοι επιζώντες από αυτούς που υπήρξαν σύγχρονοι μας. Η ηχηρή παρουσία τους πάντα διακόπτει την στιγμή που κινδυνεύουμε να ανακαλέσουμε δυσάρεστες αναμνήσεις. Σωπαίνουμε. Ζούμε στο έλεος κάποιων σιωπών. Ξέρουμε πολλά ο ένας για τον άλλον. Οπότε, προσπαθούμε να αποφεύγουμε ο ένας τον άλλον. Ακόμα και ο ένας δίπλα στον άλλον, υπάρχουμε σα να είμαστε χαμένοι μεταξύ μας οριστικά”…
*Στο έλεος κάποιων σιωπών. Πάει, τελείωσε, ο τρόπος που 'χουμε οριστικά, και με το συμπάθιο, επιλέξει για το δικό μας cafe στο Εγκώμιο συμπυκνώνεται στη λέξη “ανελέητα”. Εδώ από την μεθεπόμενη εβδομάδα – όταν πλέον για τα καλά αρχίζει η φετινή μας περίοδος των παραστάσεων, παρουσιάσεων, συναυλιών, προβολών, φεστιβάλ και λοιπών “ωραίων και σημαντικών” - δεν θα είμαστε μαζί για να σωπαίνουμε φοβούμενοι ότι ήδη ξέρουμε ο ένας για τον άλλον πολλά, αλλά για να σπάσουμε αυτή την σιωπή. Θα είμαστε εδώ για να αρχίσουμε αληθινά να μιλάμε διεκδικώντας να πάψουμε να αρκούμαστε σε αυτά που νομίζουμε ότι ξέρουμε για τους άλλους και οι άλλοι για εμάς. Για να τους μάθουμε και να μας μάθουνε, και έτσι με αυτό τον τρόπο να ξεκινήσουμε να μας μαθαίνουμε μπας και κάποια στιγμή μας μάθουμε. Ανελέητα, αμφισβητώντας το σύνδρομο του μικρό-μεγάλου όσο δεν πάει, όσο επιβάλλεται διάολε σε μεγάλους (στην ηλικία) ανθρώπους…
ΤΙΤΛΟΣ: "Εδώ και δικό μας": Μάλλον το σύνορο (της χαμένης νιότης μας) είναι, το σύνορό μας...
*Στιγμιότυπα! Από ένα café που νιώθουμε να το χρωστάμε μια ζωή στους εαυτούς μας. Έτσι μια ζωή το νιώθουμε αδυνατώντας μια ζωή να το ξεχρεώσουμε…
1. “Εσύ ξέρεις πολλά μου είπε”. Και το χαμόγελό της είχε γίνει ειρωνικό. Ξαφνικά, το είχε γυρίσει στον ενικό, αλλά το θεώρησα φυσικό.
2. Δεν μου ξαναζήτησε ποτέ καμιά λεπτομέρεια για τη ζωή μου. Νομίζω πως γι’ αυτήν – όπως και για μένα – ήταν σα να έφερα έναν τίτλο ευγενείας, κάτι που το κληρονομείς χωρίς να χρειαστείς να κάνεις τίποτα.
3. Μου είπε ότι ήταν χορεύτρια. Κλασικού χορού; Όχι, όχι ακριβώς, όχι μόνο, αν και είχε διδαχτεί σε πολύ σοβαρά σχολεία τον κλασικό χορό. Ήταν πολλά περισσότερα.
4. Ο δρόμος ο σκοτεινός που οδηγούσε στο σημείο που ήταν το σημείο της. Στην αρχή προτιμούσε να τον αποφεύγουμε τη νύχτα. Λίγα αυτοκίνητα περνούσαν από εκεί και ούτε πεζό συναντούσαμε κανένα. Όμως δεν στερούνταν γοητείας. Ίσως για αυτό να είχα ξεχάσει να τον περιλάβω στον κατάλογο των ουδέτερων ζωνών της ζωής μου. Μάλλον σύνορο ήταν.
5. “Όταν αγαπάς αληθινά κάποιον πρέπει να δέχεσαι και το μυστήριό του…”. Ποιο μυστήριο; Ήμουν πεπεισμένος ότι μοιάζαμε ο ένας με τον άλλον, αφού είχαμε συχνές μεταβιβάσεις σκέψης. Βρισκόμασταν στο ίδιο μήκος κύματος. Τους ίδιους καιρούς γεννημένοι. Ωστόσο, έπρεπε να πιστέψω ότι υπήρχε μια διαφορά μεταξύ μας.
6. Σε όλες τις ερωτήσεις απαντούσε αόριστα. Όταν θεωρούσε ότι άλλος είχε μεγάλη περιέργεια, ότι αυτή τον ενεργοποιούσε, η διάθεση συζήτησης χανόταν απότομα, σα να είχε κάτι να κρύψει, ή σα να ήθελε να θολώσει τα νερά. Δεν απαντούσε και, στο τέλος, έσπαγε τη σιωπή μ’ ένα ξέσπασμα γέλιου.
* Σε αυτό το αριστουργηματικό café της χαμένης νιότης (του Patrick Modiano) η τύχη μας η αναγνωστική το θέλησε να συναντηθούμε άκοπα – δεν μας κόστισε το παραμικρό - με πολλές από τις σιωπές μας, αυτές που τον εαυτό κρατάνε αιχμάλωτο μια ζωή των χρεών του. Θα θέλαμε πολύ και στο δικό μας σημείο, στο δικό μας μικρό café εδώ στο Εγκώμιο – έτσι το νιώθουμε, “εδώ και δικό μας” – την ίδια άκοπη τύχη με εμάς να γνωρίσετε και με πολλές από τις σιωπές σας που σας κρατάνε αιχμάλωτους να συναντηθείτε. Να κάνετε το κόπο να το θελήσετε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου