ΕΙΧΕ ΚΡΥΟ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΣΟΥ



Tης άρεσε να πηγαίνει βόλτες στην ακροποταμιά, να κόβει τις κορυφές των

καλαμιών, να τις αποφλοιώνει και με αυτές να χαϊδεύει το νερό έως ότου τα

ψάρια «γίνουν φίλοι της».

Η Αsuka γυρόφερνε τους βάλτους στην αγκαλιά των τροπικών ντεμέκ, γιαλαντζί, πως να το πώ;. Μπερδευόταν στους μονοδρομημένους δρόμους. Αλλιώς τους θυμόταν. Σχεδόν χωρίς κανόνες, τώρα η άνοδος και η κάθοδος είναι κυρίαρχες.

Η Αsuka αναζητούσε φίλους στις σκιές.

Έφυγε νωρίς από το χωριό της. Ένα χωριό μαρμάρινο λίγο έξω από την

Οkawa.

Στο φευγιό της, γέμισαν οι δρόμοι, οι αυλές, τα μάτια, συνεταιριστές ευτυχίας,

αυτοδιαχειριζόμενους ως συνήθως.

Ήλιος κανείς, τα μπαλκόνια άδεια.

Γέμισαν λουλούδια οι τάφοι, κόπος άδικος.

Τι τώρα;

Τι μετά;

Έφτασε εδώ, στα ζεστά μέρη, τώρα ξαπλωμένη στο γρασίδι, εδώ που την

πρωτοσυνάντησα, τρέφεται ακόμα με ψέματα και παραμύθια, περιμένοντας

εκείνο το νερό που κύκλους κάνει, προσπαθώντας να σε σπρώξει να

σηκωθείς.

Τι τώρα;

Τι μετά;

Η θάλασσα σε τούτο τον τόπο είναι κοντά, στέκει απέναντι σχεδόν αβέβαιη και

κακοδιάθετη. Θυμάται τα πίσω της, τα λόγια του Katsuro, του αδελφού της, τις

λέξεις που γίνονταν δάκρυα και που φέρνουν όλο πιο κοντά το τέλος που

ποτέ δεν φαντάστηκαν, όσο εκείνος μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία.

Οι τρόποι κομψοί, η φωνή του έρπουσα, τα μάτια του, αχ αυτά τα μάτια του.

Την κοιτούσα πολύ ώρα, τόσο που άρχισαν οι τοίχοι να ορίζουν το πέρα

δώθε, οι ευθείες το πόσο και το χέρι τη δύναμη.

Της είπα: «Ηπιότερα της βροχής, ότι προαιρείσθε».

Μου χαμογέλασε…

Καμιά φορά, τα λόγια των γύρω σου δημιουργούν τοπία τέτοια, που κάνουν

τα δικά σου λόγια να κρύβονται από φυλλωσιές, μέσα σε χαραμάδες,

μπροστά στα μάτια μας.

Προσπάθησα, δεν θα πω ψέματα. Προσπάθησα με ένα δικό μου τρόπο,

χωρίς εφόδια όμως.

Ρώτησα ξανά:

-Είχε πολύ κρύο μέσα στα ξύλα, εκεί στις καλαμιές; Κατέβαινε μπουγάζι ο

αέρας, έφερνε τα χιόνια μαζί του;

Η γλώσσα…

Όχι εκεί, εδώ μία.

Χίλια τριακόσια μέτρα διαφορά. Έτσι το μετράμε πια το χρόνο. Είτε είναι

άδειοι, είτε γεμάτοι οι δρόμοι.

Τώρα που πέρασε καιρός, οι τοίχοι ημέρεψαν, βγάζουν ζέστα.

Τα νέα τα’ μαθε από φίλη της.

Αυτοκτόνησε.

-Εδώ στον τόπο μου, για ότι στραβό κατηγορούμε τους άλλους, εκεί στα δικά

σου μέρη για τα στραβά τα βάζετε με εσάς…

Δεν απάντησε. Δεν μ’ άκουσε καν.

Σηκώθηκε, πήγε πλύθηκε, ήρθε μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη της

ντουλάπας. Διάλεξε φόρεμα, παπούτσια, χαμόγελο.

Πήρε από το κουτί με τα κοσμήματα, εκείνο το μεγάλο που μου άρεσε. Εκείνο

με τις 3 χρωματιστές κορδέλες στα κρεμάσματα.

Η κλειστή πόρτα απολάμβανε μέσα στη σιωπή το θέαμα. Το ραδιόφωνο

κλειστό.

Εγώ απέξω στον καναπέ παρείσακτος. Στ’ αυτιά μου τα ακουστικά ακούω

τυχαία Dead can Dance και μυρίζω θάλασσες.

Έπρεπε να της έχω πει πως αγαπώ τις θάλασσες, όχι τα ποτάμια. Κλείνω τα

μάτια από σύμπτωση. Το μόνο που με απασχολεί αυτή τη στιγμή, είναι το αν

οι μυρωδιές απλώνονται και πέρα από τις θάλασσες. Αν βγω τώρα στο

μπαλκόνι θα τη μυρίζω ακόμη;

Έχει αδυναμία στα αρώματα. Τις κορυφές των ψηλών δέντρων της απέναντι

πλατείας, τις έκοψαν οι εργάτες του δήμου ένα πρωινό. Δεν ακούστηκε ούτε

κιχ. Κανένα σημάδι πόνου, καμιά ανησυχία.

Στο διάλειμμα καφές και τσιγάρο. Το ίδιο κι εγώ. Καφές και τσιγάρο στο

μπαλκόνι.

-Μυρίζεις τόσο όμορφα.

Όπως και να’ χει, τώρα δεν είμαι πια εκεί. Ίσως και ποτέ να μην ήμουν. Τώρα

η μυρωδιά του καπνού απ’ το τσιγάρο είναι η δυνατή. Δεν μυρίζει τίποτε άλλο

με ενδιαφέρον.

Πού και πού κοιτάζω τους περαστικούς από χαμηλότερα. Έχω λουλούδια

γύρω μου, μα όχι μυρωδιές.

Αντικατέστησα τους Dead can Dance με τους Einstürzende Neubauten που

αγαπώ περισσότερο, μα μου προκαλούν θλίψη αυτή την εποχή.

Ότι αγαπώ μου φέρνει θλίψη, ακόμα και οι δικές σου ανθισμένες κερασιές.

-Έχει κρύο στον τόπο σου; Ακόμα δεν ήρθε η ώρα μου, δεν ήρθε η εποχή

που να μου αρέσει το τσάι στο ημίφως, Asuka θυμάσαι;

Ούτε το σάκε μου άρεσε ποτέ. Προτιμούσα πάντα την τσικουδιά, είναι πιο

ζεστά εκεί.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές