περι φωτογραφιας 1

 


απαθανατίζω   

< αρχαία ελληνική απαθανατίζω < ἀπό + ἀθάνατος + -ίζω

 Ρήμα

απαθανατίζω (παθητική φωνή: απαθανατίζομαι)

χαρίζω σε κάποιον ή κάτι (μεταφορικά) την αθανασία απεικονίζοντας τη μορφή του σε ένα έργο τέχνης, λογοτεχνικό ή εικαστικό

Άλλες μορφές

αθανατίζω

Συγγενικές λέξεις

απαθανάτιση

απαθανάτισμα

απαθανατισμένος

απαθανατισμός

→ δείτε τις λέξεις από, αθάνατος και θάνατος


πέστο φωτογραφία να ...συνεννοηθούμε

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές