ENA XAΣΙΜΟ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΦΩΣ
Σάλεψε λίγο μπρος στο φως, κάπως σαν να κουνήθηκε και μετά έγειρε εκεί
στο κρύο των ημερών.
Δεν πονούσε πια, δεν ζητούσε, ούτε είχε τίποτα δικό του, σαν κάτι που να
θυμίζει.
Ένα όνομα ίσως, αλλά ποιος νοιάζεται τέτοιες ώρες για τα γραφειοκρατικά.
Ένα γαλαζοχάσιμο χαμόγελο από τη μέρα που γεννήθηκε είχε σχηματιστεί
στα χείλη του. Σαν να ήταν κουσούρι από ψύξη στο πρόσωπο. Μικρός. Δώρο
άδωρο η ζωή του. Χαμένος χρόνος, πώς να το πω;
Σαν τραγούδι της PI Harvey, όταν το λέει φορώντας μόνο βιvίλ σουτιέν και
γύρω της δαίμονες καινοτόμοι.
Ήταν Μάιος του 1984 σε μια παραλία στην Ίο. Από εκείνες που τότε
καταβρόχθιζαν Εγγλέζους πάνκιδες και Έλληνες ομοϊδεάτες τους.
Εγώ τότε ήμουνα με τη Μαρία. Τα’ χαμε δεν τα’ χαμε κανά τρίμηνο. Η Μαρία,
εκκολαπτόμενη μουσικός, ψηλή με μακριά σγουρά μαλλιά, σαρκώδη χείλη και
ατέλειωτα όνειρα.
Εγώ το πάλευα με τη φωτογραφία, μάλλον ατάλαντος, αλλά επιμελής.
Διακοπές νωρίς, γιατί όταν θα πήγαινε διακοπές ο συρφετός, εγώ έμενα
Αθήνα για να δουλέψω.
Εκείνο το Μάιο γνώρισα τον Θανάση. Ξερακιανός με σκαμμένη μούρη μέχρι
τα ριζώματα. Λες και είχε ξεφύγει από τη συμμορία των Daltons. Bολόδερνε
σε περιστασιακές δουλειές, μα είχε την πετριά να γίνει ηθοποιός. Είχε παίξει
κάτι ρολάκια, του άρεσε ο Δαμιανός, όπως και σε εμένα. Έτσι κολλήσαμε.
Εκείνο το βράδυ, το Αφγανιστάν μας είχε «ταξιδέψει» κάργα γελαστό. Την
«ακούσαμε» εμείς κι εμάς όλη η παραλία. Λέγανε μέρες για τα γέλια μας όλο
το βράδυ.
Το πρωί που ξημέρωσε εγώ αισθανόμουν σαν επτάψυχος προσκυνητής,
δεμένος με σωσίβιο και παρόλο που ο ήλιος είχε ψηλώσει, εγώ ακόμα
θαύμαζα τα κόκκινα βράγχια των ψαριών που έμοιαζαν σαν κοφτερά
φεγγάρια.
Πώς να θρηνήσουν τα κλεμμένα τώρα πια; Και ποιος;
Η Μαρία στα απόνερα να την έχουν πιάσει οι ντροπές, να ξεριζώνονται από
μόνες τους οι φτερούγες από την πλάτη της και τα βήματα σκοτάδια στην
άμμο, ίχνη να γίνονται.
Ήταν που είχε κι εκείνη η θάλασσα κρυμμένα μυστικά.
Μάιος. Πιο κάτω από την Άνοιξη και ο Θανάσης ζωγράφιζε τις πλάκες με
χρώματα κιμωλίες. Κάναμε παρέα και με το που γυρίσαμε στην Αθήνα.
Μέχρι και σήμερα κάναμε παρέα…
Χτύπησε το τηλέφωνο, η φωνή από την άλλη πλευρά έφθανε ασθμαίνοντας.
Φίλε με έφαγε… Και μετά σιωπή.
Κοίταξα το καντράν του τηλεφώνου. Το νούμερο ήταν του Θανάση.
-Μίλα ρε μαλάκα, τι έγινε; Πού είσαι;
-…
-Θανάση…
Με τη μηχανή ίσα που να λερώνεται, έφτασα σπίτι του. Η πόρτα ήταν τέντα
ανοιχτή. Την προσπέρασα και μπήκα.
Τον βρήκα στο μέσα δωμάτιο, σχεδόν όρθιο, με την πλάτη στον τοίχο.
Σάλεψε λίγο, μπρος στο φως, σαν να ήθελε κάπου να πάει..
Μετά έγειρε, μπροστά...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου