Η CARTAGENA ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ
H Cartagena ήταν στα σκοτάδια νύχτες τώρα, μα και oι μέρες σκοτάδι είχαν...
Η θάλασσα στην αγριάδα της και οι άνθρωποι να μη κοντοστέκονται πουθενά. Φόβος.
Μόνο η El Rouge φεγγοβολούσε τις νύχτες από το λάδι των σταυρωμένων. Το ρυθμό τον έδιναν τα ποδοβολητά από τα θερινά άλογα που έσερναν τα κάρα στους δρόμους των νεκρών.
El Rouge, ο δρόμος…
Δρόμος στρωμένος με πέτρες απ’ τις ζωές που θρυμματίστηκαν μέσα στα αγκομαχητά, μες τον ιδρώτα, το κλάμα, το αίμα.
El Rouge, μεγάλος δρόμος.
Μικρές ζητιάνες μέρες είχε ξεβράσει τα βράδια η αγριεμένη θάλασσα, εκεί που χάθηκαν τα ακούσματα, χάθηκαν κι αυτές.
Μια εμμονή σαν στάση σε αδιέξοδο που τελειωμό δεν έχει. Οι νεκροί να πληθαίνουν, από νωρίς το χιόνι απλώθηκε παντού, τα θερινά άλογα δυσανασχετούσαν. Βοήθησε και ο αέρας που δεν υπήρχε, ήρθαν και κατακάθισαν οι μυρωδιές.
Εσύ είχες αφήσει τις μέρες πίσω σου και «έκοβες» βόλτες στην El Rouge, φορώντας το μαύρο σου παλτό, αφήνοντας βήματα στην κοιλιά του λάκκου. Ωραίο θέαμα το βάδισμά σου, ωραιότερος ο ήχος του χτύπου της καρδιάς σου.
Περνούν τα άλογα από εμπρός μου, περνούν και ξαναπερνούν, κοιτάζουν τα πρόσωπα εκείνων που στο σύννεφο ανεβαίνουν, πρόσωπα θλιμμένα. Στα χέρια, προικοσύμφωνο και κηδειόχαρτο. Ούτε ένα βιβλίο, κανένα λουλούδι. Γραμμές οξείες, με τόνους παντού. Ξεκινούν από τα στέγαστρα και μπήγονται στα μάτια μας με πάταγο. Τρομάζουν τα θερινά άλογα. Αλλιώς έχουν μάθει, αλλιώς ζευγαρώνουν. Τώρα, εκεί που οι πέτρες ισιώνουν τα σίδερα, σ’ εκείνο το τόπο χάσκουν μαζεμένα τα χαμόγελα σαν αποφάγια. Κανείς δεν καταδέχεται να τα κοιτάξει. Οι γραμμές των προσευχών, σπειροχαίτη ορθώνονται και άνευ ελπίδας αντιστέκονται.
Τα κύματα χτυπούσαν με λύσσα τα τείχη της Cartagena κι εκείνα που είχαν φτιαχτεί για να κρατούν μακριά πειρατές και εισβολείς, δεν φαίνονται να αισθάνονται. Έστεκαν εκεί ως όφειλαν. Μέσα τους η πόλη ζούσε.
Άφηνα πίσω μου την Plaza de los Propietarios και πατώντας το χώμα του δρόμου του καταφυγίου του Calle del Ampraro βγήκα στο δρόμο του Βασιλιά. Kατηφόριζα για ώρα προς τη θάλασσα, αφήνοντας πίσω μου τη γέφυρα του Πάπα Ρίο ΧΙΙ και το ναυπηγείο στα δεξιά μου. Να φτάσω στην Algamece Chica πριν τη νύχτα. Όνομα και πράγμα…Στο τέλος των ποταμών των πέντε χρωμάτων.
Ξένος εγώ, σε ακτές, χωρίς ναυάγιο, εδώ που ο Βασιλιάς τροφή τους ναυαγούς έδινε στα μαύρα άλογα. Άλογα που είδα μια φορά και τώρα αναζητούσα. Ο Βασιλιάς, γιος του Άρη και της Θράκης είχε τώρα τα άλογα δικά του. Δεμένα με αλυσίδες σιδερένιες, με χάλκινες σιαγόνες που άκουγαν σε ονόματα ανθρώπινα όπως Πόδαγρος, Ξάνθος, Δήμος, Λάμπων.
Πίσω από κάτι γκρεμίσματα είδα να χάσκουν δύο τεράστια μάτια κι ύστερα άλλα δύο. Κι άλλα κι άλλα. Οι χαίτες σέρνονταν στο χώμα και τρόμαζε το «σκάσιμο» στην πέτρα από τις οπλές τους.
Κατέβηκαν σαν άνεμος τα σκαλιά, πέρασαν τη συκιά που στον τοίχο είχε φυτρώσει και χάθηκαν στην αγκαλιά του δάσους.
σπΤ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου