Ο ΖΕΦΥΡΟΣ ΣΤΗ ΡΑΧΗ ΜΟΥ
Η αρχαιολογία των ημερών παυσίλυπος, σε ένα τραπεζάκι καφενείου να
μηρυκάζεις την ευδαιμονία των περαστικών, εκείνη που σε τίποτα ευδαιμονία
δεν μοιάζει τις μέρες αυτές, για όσο.
Ευχές λοιπόν στις μέρες, που τις νύχτες αποδελτιώνεις.
Θυμάσαι;;;
Πώς τον έλεγαν εκείνον τον τύπο, που έναν βράχο οι θεοί του είχαν τάξει να
κουβαλάει;
Σίσυφο, αν λάθος δεν κάνω.
Έτσι λοιπόν, θαυμάζοντας την αύρα των περαστικών, θυμάσαι ότι περασμένο
πια είναι, όχι χαρμόσυνο, όπως εκείνες οι βροχές των πρώτων ημερών του
φθινοπώρου, που κάνουν το χώμα ομορφότερο να μοιάζει.
Γεννήθηκα, μεγάλωσα και μεγάλωσα μέσα στο κήτος. Βρήκα δρόμους
χαμένους. Αρώματα μποτιλιαρισμένα σε ίχνη. Ξεγέλασα τον πόνο με
πανηγύρια και βάζοντας χρώματα στα ακροδάχτυλα. Για να είμαι εδώ, να μην
σκοντάψω, να μην παραδοθώ, να μην προδώσω και να μην προδοθώ.
Μεγάλωσα από τότε έως τώρα.
Ιστορίες, ξενύχτια, βόλτες στη βροχή και όνειρα ταφόπλακες. Μια εφηβεία
νόθα και νωθρή. Όμως, χωρίς άγχος, χωρίς παράθυρο, μόνο οσμές. Οσμές
και ήχους.
Να φεύγω και να έρχομαι. Ούτε φάτνη, ούτε σπίτι, πουθενά μάγοι με δώρα,
ορχήστρα δίχως όργανα. Κάπου κάπου, περνούσαν από πίσω κάτι κρουστά,
σαν εκτόνωση, χωρίς περιγραφή. Να θες να ανακαλύψεις και να τρέχεις μέσα
σε σπείρα. Πάντα εκτός θέματος.
Όλα τα μάτια στη χωροταξία, στην ενορχήστρωση. Όλα τα αυτιά στους
δρόμους. Όλα τα πόδια στον αέρα, να τρέχουν σαν ερωμένη που την έπιασαν
στα πράσα. Και δίπλα, παράλληλα, όλες οι μέρες που φωτίστηκαν από
ανάσες με καλή σκέψη. Στο τραπέζι, στο κρεβάτι, στο οδόστρωμα.
Στο πάντα του ποτέ και το μέσα έξω σου, σαν μπαϊτούσκα, σαν θόρυβος, σαν
χάδι, σαν σύρσιμο.
Άιντε, δώστου, ακόμα ένας χορός.
Να αγοράσω ή να πουλήσω;;;
Θυμάμαι ακόμα που μπροστά από τον τοίχο σου είπα μείνε κι έκανα να σε
φωτογραφήσω. Μα, πεταλούδες και λουλούδια και χρυσόμυγες
χαλκοπράσινες μου σκέπασαν τα μάτια.
Εγώ με θάρρος ζηλευτό πάτησα το κουμπί και στο κλικ της μηχανής
ξεπρόβαλαν θάλασσες και πελάγη κι ωκεανοί πολύχρωμοι.
Κι ενώ ταξιδεύω, εδώ μπροστά απ’ τη πόρτα, το βαθύ δεν προσπερνάει το
φεγγάρι ούτε συναναστρέφεται τους δρόμους. Ούτε καν μια καληνύχτα.
Τίποτα. Λίγο πιο πριν σαν Άνοιξη, όλα τα μοβ στο οδόστρωμα. Σαν να
θυμάμαι πέτρα στη πέτρα και νερό και πέτρα πάλι.
Τοιχίζεται ο Ζέφυρος στη ράχη μου, γεμίζει ανεμοτάφια τα συμβάντα και
περιστρέφεται. Οι συνταξιδιώτες τούτου του κόσμου αδιάφοροι, αναμεταξύ
τους κι εγώ. Στ’ αδράχτι γκρίζου ουρανού αιχμαλωτίζομαι και θαυμάζω το
ξημέρωμα. Τα μάτια σου κλειστά. Να διασωθείς προσπαθείς, μέσα στους
θορύβους, κρύβεσαι.
Ίσκιοι σαρκοφάγοι και φιλοπόλεμοι, νομίζεις πως αντέχεις. Είναι που δεν θες.
Κρατώ τη θλίψη μου ορθή μα τραυματισμένη, βαριά τραυματισμένη.
Σου λέω θα επιβιώσει, όπως να’ ναι.
Στα τωρινά, κάτι μαύρα σημάδια στην αρχή, στερεώνονταν στο ασημί της
θάλασσας, σημεία στίξης χωρίς λέξεις. Όσο πλησίαζαν μεγάλωναν και από το
χρώμα των σωσιβίων ξεχωρίζαμε την εθνικότητα. Πορτοκαλοί Σύριοι, μπλε
Ασιάτες.
Οι βάρκες των μεταναστών και των προσφύγων όλο και ερχόντουσαν.
Γέμιζαν τις ακτές της Λέσβου, ψυχές τρομοκρατημένες.
Ήμασταν εκεί με τον Γιώργο και νιώθαμε σαν να κάναμε το παρθενικό μας
ρεπορτάζ.
Οι μέρες πέρασαν, μαζί και οι νύχτες που τα σκυλιά αλυχτούσαν στη Συκαμιά.
Μπήκαμε ένα βράδυ στο καράβι να πιάσουμε Πειραιά να γυρίσουμε. Μας
συνάντησε μια αυγή μέσα στο κόκκινο, σαν αίμα, πηχτό και αδιαπέραστο.
Στα παλιά, από πολύ μικρός, από παιδί, ο κόσμος που με περιέβαλε με
στένευε αφόρητα, έτσι τα βιβλία (όχι του σχολείου) εκτός από τρόπος
διαφυγής και καταφύγιο προσωρινό έστω, ήταν καθένα τους ένα μεγάλο
ταξίδι. Την διαδικασία ανάγνωσης την περιέβαλε μια κατασκευασμένη
μυστικοπάθεια από μεριάς μου. Χωνόμουν και διάβαζα στα πιο απίθανα
σημεία. Δεν μ’ άρεσε να τους χαλάω την εικόνα που είχαν σχηματίσει για
μένα, εκείνη του χαβαλέ. Άσε που δεν με ενδιέφερε και η γνώμη τους.
Διάβαζα ότι έβρισκα από ΄Ελληνες λογοτέχνες, ήταν άλλωστε πιο εύκολο τότε
να βρεις βιβλία Ελλήνων συγγραφέων. Άλλωστε μιλούσαμε την ίδια γλώσσα
και η γλώσσα τους μου επέτρεπε να φύγω, να κρυφτώ ή να πετάξω.
Αγαπούσα τον Καρκαβίτσα γιατί μας ένωνε ο τόπος. Λάτρευα τον Καββαδία
γιατί μας είχε και τους δύο πουντιάσει η θάλασσα. Μα στο μυαλό μου είχε
«σφηνωθεί» μια πρόταση του Καζαντζάκη που έμελλε στα χρόνια που
ερχόντουσαν να γίνει δρόμος στα πόδια μου, εικόνα στα μάτια μου και
νομοτέλεια στη ζωή μου.
«Είναι άσκοπος ο ερχομός σου, αν φύγεις από αυτόν τον κόσμο που
γεννήθηκες, χωρίς να τον γνωρίσεις», έτσι έγραφε ο σπουδαίος στοχαστής.
Παρόλο που τον τόπο μου τον χαρακτηρίζει η απεραντοσύνη του παράλληλου
μπλε και η καλοσύνη των Λαπήθων, εκμεταλλεύτηκα τα λόγια του
Καζαντζάκη, τα έφερα στα μέτρα μου, τους έραψα πανιά, σκάλισα στα πλαϊνά
τους παραστάσεις από τις μάχες με τους Κενταύρους, τα καλαφάτισα, τα
πέρασα κατράμι και τα έριξα στα βαθιά.
Από τότε μικρό παιδί, ίσαμε τώρα, παιδί ακόμα μα μεγαλύτερο, ταξιδεύω.
Έμαθα με τα χρόνια να ταξιδεύω με πολλούς τρόπους. Με αεροπλάνα, με
καράβια, με αυτοκίνητα. Ακόμα και με τα πόδια. ΄Αλλες φορές με τις μουσικές,
με τα βιβλία. Απ’ όσα είδα και έζησα, ελάχιστα από αυτά έως τώρα τα
μοιράστηκα. Ένας φόβος για τον χρόνο που τρέχει κι ένας λανθάνων
εγωισμός, δεν μ’ άφηναν να τα μοιραστώ. ΄Αλλωστε πάντα λίγα ήταν τα
…δικά μου.
Ήρθε όμως η γέννηση του carnet de voyage. Τότε άλλαξαν όλα. Ο όποιος
φόβος χάθηκε, ο χρόνος έγινε σώμα με βαριά βήματα, ένιωσα να τον
προλαβαίνω τώρα στο περπάτημα και το εγώ έγινε εμείς. Εμείς!!!
Έμαθα, το ξέρω πια, πως τα ταξίδια είναι πολιτισμός. Μπλέκεσαι με
κουλτούρες άλλων, με γεύσεις που δεν φανταζόσουν πως υπάρχουν, με
γλώσσες διαφορετικές. Με χρώματα, με σχήματα, με αρώματα. Ακούς
ιστορίες που μοιάζουν με εκείνες που μάθαινες παιδί και άλλες που ποτέ δεν
είχες ακούσει.
Μουσικές κάτω από ήλιους μεγαλύτερους, κάτω από ουρανούς αλλιώτικους,
παιχνιδιάρηδες, που μόλις σμίξει η μέρα με τη νύχτα, ύστερα είναι που
ξετυλίγεται εκείνο το παιχνίδι με τους ανθρώπους. Κόμβος. Κλειδί ο
άνθρωπος. Το σημαντικότερο όλων. Από τους ταξιδευτές που με έμαθαν τα
βήματα όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι τους ανθρώπους που γνώρισα, εκτίμησα κι
αγάπησα.
Από τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Καπισίνσκι στην Αφρική, στις θάλασσες τον
Καββαδία, τον Φλομπέρ στη Ρόδο, τον Μενέλαο Λουντέμη που με έμαθε κι
εμένα να μετράω τ’ άστρα, να συναναστρέφομαι τη νύχτα. Τον Τέο Ρόμβο
που με τα «Κρυφά Ταξίδια» του, με μύησε στην αλητεία. Τον Τζακ Λόντον, την
Ιζαμπέλ Έμπερχαρντ, τον Τρέϊβεν, τον Παυσανία, τον Φρανσουά Βιγιόν και
την Κάτια Αντωνοπούλου. Τον Χέμινγουεϊ, τον απίστευτο Πλωτίνο
Ροδακανάκη έως τον πρόσφατα αδικοχαμένο Αντον Μπουρντέν.
Όλοι αυτοί και πολλοί ακόμα, μου έδωσαν την ιδέα να μοιραστώ με εκείνους
που γνώρισα και είναι μαζί μας. Έτσι όπως τους γνώρισα και μίλησα μαζί
τους, χωρίς φιοριτούρες, γονυκλισίες, στραβισμό και βαριές κουβέντες. Με
αφορμή την αλήθεια τους, την ύπαρξη τους, τη δράση και το έργο τους.
Εγώ κάτι σαν αγωγός, δια μέσου ας πούμε, να συνδιαλέγομαι με εμένα και να
μην τα βγάζω πέρα.
Ξέρω το από πότε…
…Το έως πότε δεν ξέρω.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου