Αναρτήσεις

Άγγελοι ζώντες

Εικόνα
  Από παλιά ήταν αλλού. Τον θυμάμαι γελαστό να ζωγραφίζει άλογα στις πέτρες και ύστερα στον άνεμο της αμολούσε. Εκείνος, ο άνεμος, μόνο σε αυτόν χάριζε ήχους, ανάσες, σφυρίγματα, τραγούδια. Ήταν ο μόνος που είχε δει νεράιδες, τις είχε ονοματίσει ανάλογα με το χρώμα τους και αυτές του είχαν πάρει το μυαλό ή μήπως ήταν άγγελοι;;; Μεγαλώνοντας, είχε ζυμώσει την ανθρωπιά του τόσο, όσο χρειάζεται να γίνει το σχήμα σώμα αλάνθαστο και με αρώματα πλούσιο και καλοσύνη περισσή Το κάθε τι που επιθυμείς. Σαν ευχή ένα πράγμα.

...μόνοι, εμείς...

Εικόνα
 Βάζω το σκοτάδι, βάζεις τα αρώματα; Έτσι κι αλλιώς δεν είναι η πραγματικότητα που με απασχολεί, αφού κάθε στιγμή προσπαθώ να την αντικαταστήσω. Κοίτα, δύο σκυλιά περιφέρονται στις παρυφές του μπλε, σκοντάφτουν, τρικλίζουν εκεί στην κόψη, μα δεν πέφτουν και είναι και όλοι οι άλλοι που στα πορφυρά χαθήκαν. Δεν είχαν μοίρα καλύτερη από την χλωμάδα του ουρανού. Μείναμε μόνοι, μόνοι μείναμε.

...θνησιγενείς...

Εικόνα
  Ξεχασμένη εφηβεία, ανάσα περασμένη, θρόισμα, ξέφτια, εικόνες σβησμένες. Ατάραχος ο άξονας στο κέντρο του τροχού, χρόνος ανηλεείς.  Αχτίδες νωθρού ήλιου τώρα, χλωμού αρρωστιάρη, μπερδεμένες με πεταλούδες επαμφοτερίζουσες, ζώσες μα θνησιγενείς, παρουσία βάσεων σαν βάσεις. Τώρα στα τελειώματα, τσιγάρο μπρος  από το τζάμι, να θαυμάζεις άλλους  παίχτες, μια στάση στα όρθια πριν από...

θάλασσα κομμάτια

Εικόνα
  Με τα χέρια ρίζες στα βράχια θηλάζει το νερό και ύστερα το νερό με τη σειρά του και με τα χούγια του, ξεπλένει τα χρώματα από το βυζί και στέλνει τα νερά με βάρδιες στους ανθρώπους. Εκείνοι, οι άνθρωποι, ήξεραν τα ονόματα από γεννησιμιού τους, ήξεραν και πως να ράβουν τα σχισίματα στα φύλλα του Ιβίσκου. Ήξεραν ακόμα να κάνουν την θάλασσα κομμάτια, καμιά φορά άμα τους πόναγε.

κάτι συνήθειες δανικές

Εικόνα
Οι πέρα από μένα εποχές τυφλές μπροστά σε σύνορα κυνηγημένες από τα χαμόγελα εκείνα του παντός καιρού, στεγνές, ξερακιανές, δύσπιστες, σαν διψασμένες θάλασσες, στέκουν ώρα τώρα και με κοιτάζουν. πες μου πώς τα χέρια να σωπάσω και αν δύναμαι να αρνηθώ; είναι που από μέρες τώρα άλλοι βαρούν τα σήμαντρα, άλλοι διαβάζουν τα σημάδια. λοιπόν το γράμμα στο νερό στην ανατολή το συνηθίζουν και εγώ  θα το μαζέψω και σαν η μέρα έφτασε, έφτασε και το μήνυμα σκοτάδι οιωνός με κραυγές περιφέρεσαι μέσα σε σκιές, σαν  πουλιά κερασφόρα που φτερουγίζουν αδιάκοπα χωρίς ενοχές, δίχως ενδοιασμούς μέσα σε γράμματα ερωτευμένων μισόγυμνων επιθυμιών, στέκεις και βάζεις όρια στο απέραντο, σαν σε όνειρο. στέκω δίπλα σου κι εγώ στο αύριο, εκείνος που περιμένει να δει πράγματα αλλόκοτα δικά του.

τα άστρα των μαλλιών σου

Εικόνα
  Μεγάλωσα δήθεν και προσπέρασα το λούσιμο με άστρα από τα μαλλιά σου, χάθηκα σε πλακόστρωτα που αθόρυβα άφηναν τις πέτρες να διαλέγουν τα βήματα στο ρούκουλα μέχρι που τα βήματα μου ρούφηξαν την σκιά μου έμεινα σε δωμάτια που αρνήθηκαν τις επιθυμίες μου γνώρισα κορίτσια που προσπέρασαν τις στάχτες μου και φεύγοντας χάρασσαν στον τοίχο το όνομά τους σαν σπονδή όπως κάνουν οι φυλακισμένοι τώρα συνυπάρχω τις νύχτες με την Κηφισίας χαμόγελο μισό μισό χαμόγελο όλο κι όλο στα μεσοδιαστήματα και κάθε που πλησιάζει η πανσέληνος τα ξωτικά πολλαπλασιάζονται και καταλαμβάνουν τον όποιο χώρο που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν είναι αρκετός μοντέρνοι όροι και αταίριαστες συμπεριφορές χωρίζουν τώρα πια τις επιθυμίας μας πώς το γιασεμί σκαλίζει δρόμους πάνω στο λευκό σου δέρμα πως η ζωή μου ξέφυγε και τώρα θαυμάζω τα κωλόπουλα, που και την πλάτη γυρισμένη μου έχουν και ούτε καν πετάνε

θέλησα να σου κάνω παρέα

Εικόνα
  σε κοιτούσα που στεκόσουν στα φεύγα σου με το χέρι να στηρίζει τον άτλαντα σαν να είχες πονοκέφαλο μπορεί και να είχες δηλαδή δεν μιλήσαμε σε κοίταξα κάνα δυο φορές κι άλλες τόσες στα κλεφτά θέλησα να σου κάνω παρέα  παρήγγειλα ότι έπινες τσικουδιά λοιπόν τα κέρματα στο μάρμαρο μαχαιριά ο ήχος τους μετρημένα όλα ένας μικρός κοφτός βήχας τα μάτια σου υγρά ολούθε βαριά αρρώστια στο τελευταίο στάδιο τα πόδια δεν πάνε έχασα κόρη στα 21 ο γιος κάπου στην Αμέρικα στεφανώνει την μοναξιά του δεν μίλησα άλλο  σκέφτηκα μόνο άσε απόψε κερνάμε εμείς αύριο ποιος ξέρει