Σαν τον ορίζοντα. Οσμίζονται.
Τώρα, άνεμοι φουριόζοι, κόβουν βόλτες στον ίσκιο των πουλιών.
Τα δένδρα που γέρνουν, οι φίλοι μου που κάποτε ήταν εδώ.
Σαν τον ορίζοντα.
Οσμίζονται.
Παρά το σχήμα της απουσίας τους, οσμίζονται την απόγνωση του τοπίου και κάνουν φωτογραφίες με κραυγές στο όνομα των προσφιλών προσώπων. Κύματα σηκώνονται σε ορεινούς ορόφους, ορατών και όλων των αόρατων, μονάχα η ψυχή είναι δική σου, στο τμήμα της το παραγωγικό.
Παράπονο στο βλέμμα και απορία.
Τι κι αν πάλευε, ασπρίζουν τα κύματα, στο σύμπαν που ανασαίνει.
Χρωματιστά όνειρα κι ας λέει ο κόσμος πως πιάσαμε τα πρόσωπα στο Άψυχο πέρα από την άκρη.
Το βλέμμα προσηλωμένο στο μαξιλάρι και στο όνειρο μας.
Κανείς δεν ξυπνά, το χάραμα είναι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου