Ένας θόρυβος, ορυμαγδός, το κλάμα που δεν ακουγόταν, τα ΄΄επιθετικά΄΄ όνειρα μου, οι αγωνίες μου, μαζί και η ανικανότητα μου να κατανοήσω τις συμπεριφορές ΄΄ανθρώπων΄΄, την φύση, την ζωή, με τοποθέτησαν να συμμετέχω σε ένα Σάββατο δυσοίωνο. Ένα τροχαίο, με νεκρό πεζό, έξω ακριβώς από το σπίτι μου, με έκαναν να σηκωθώ από το κρεβάτι με μια υπόνοια πανικού. Ήταν ο θόρυβος της σύγκρουσης; Ήταν το Αχ! που δεν άκουσα; Όλη την νύχτα σκεφτόμουν, πως γίνεται να πονάς ότι αγαπάς. Πώς γίνεται να αφαιρείς την ζωή, που Ζωή σου έδωσε, έστω και σε χρόνο παρατατικό. Άνοιξα την πόρτα να βγω να δω τι είχε συμβεί, μα τα μάτια μου πήγαν κατευθείαν στο καφάσι με το φλίς, που την προηγούμενη μέρα είχαν κάνει προσωρινή τους κατοικία, οι επτά νεογέννητοι Φίλοι μου. Εις μάτην. Ούτε η γάτα, ούτε τα γατάκια. Ένιωσα να θυμώνω, σας έφτιαξα σπιτάκι, έστω προσωρινό, είχατε τροφή μπόλικη, νερό καθαρό, ασφάλεια, κανείς δεν θα σας έκανε κακό εσάς, γιατί να φύγετε. Ποιό ένστικτο έκανε την μάνα γάτα να πάρει από κ...