...πάνω στην πλάτη μου...

 


 Εκεί που συναντιούνται οι θάλασσες, δημιουργείτε ένα αγεωγράφητο εντός, μακάριο και εύοσμο. 
Τα χρώματα του χρόνου πολλαπλασιάζονται μυστηριωδώς και λεπτές λωρίδες άγχους απλώνονται πάνω σε κεντημένα τραπεζομάντιλα, εκεί που κάποιοι ακουμπάνε το ψωμί.
Τα φώτα μένουν πίσω μας.
Στ΄ουρανού την άκρη, πάνω στην πλάτη μου, πάνω σε σεντόνια και φράχτες, μένει λίγο φως ποτίζοντας φεγγάρια, χωρίς την εικόνα της και όλη την νύχτα, όλη την νύχτα, μια τέτοια νύχτα, προσπαθείς.
Να κλείσεις μέσα της τον κόσμο και κάθε βράδυ, εγώ να συναναστρέφομαι αγάλματα που στέκουν λυπημένα μέσα στ΄ανέστιο τούτο παλιομοδίτικο κουστουμάκι τους και που σβήνουν τρέμοντας από ηδονή.
Πρέπει πια να καταλάβεις όμως, την εκπνοή του ονείρου και την απουσία του.
Να έχεις τα μάτια ανοιχτά προς τους θνητούς προτού χλωμιάσουν. Να έχεις πλυθεί με το αθάνατο νερό του έρωτα, φορώντας το περιδέραιο της 6ης νύχτας, εκείνο που σε έκανε ξεχωριστή στα υψώματα, με την ευγένεια της αγρύπνιας.
Να σταθείς απέναντι στον καύσωνα, δάκρυα, κρεβάτι, δρόμος, να μαστιγώνεις τα όνειρα με ένα τίποτα, από το τίποτα στο τίποτα, χωρίς μαντίλι στα μάτια, ανάμεσα σε ίχνη υγρασίας.
Μου απάντησε η φωνή μου.
Κι όμως βαδίζαμε και με κρατούσες αγκαλιά, μαζί βαδίζαμε.
Έρχονταν το φεγγάρι παγωμένο, το φεγγάρι που κρέμονταν κάπου πιο πέρα από εμάς, ανάμεσα σε βογγητά και σε φρουρούς που τρέμουν.
Κομμάτια μείναμε.
Νερό τ΄απογεύματα κι ένα νησί.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές