Να σε δω να πλησιάζεις

 


...θα ήθελα να ανοίξουν οι ουρανοί και να πέσει τόσο νερό που να μου πάρει το δέρμα. Να το κάνει ξέφωτο, να το κάνει τραγούδι. Να μπορώ να φωνάξω:

- μην φυλακίζεις τις πέτρες στα παρτέρια...

Να σε δω να πλησιάζεις την φωτιά με δακρυσμένα μάτια

-πιστεύεις πως έχει σύνορα η φωτιά;Τώρα στέκεις εκεί που δεν ακούς, δεν βλέπεις, δεν μιλάς. Ανάμεσα σε δρόμους με αγάλματα και κάθε λογής εσταυρωμένους. Ενας που ξεκινάει το σημείο της προσευχής. Μέσα από αγκάθια και αχυράνθρωπους. Πίσω από τα σύννεφα και ότι με θλίψη τα γεμίζει. Χωρίς παραβάν, χωρίς ελικοειδείς δρόμους, χωρίς καμιά νοσταλγία για ζωή. Φωνές μόνο και περπάτημα. Τμηματικά, σαν σε παρέλαση ηττημένων στρατιωτών. Σαν ένας δυστυχής, καχεκτικός ανεμοστρόβιλος, που στέκει στην άκρια των γκρεμνών και  θαυμάζει το τώρα. Να είναι τρωτός και να επιδιώκει την αθανασία. Τι είναι το σκοτάδι αν όχι η μήτρα που γεννάει φως; Τι τα βήματα και τι ο δρόμος; Εκεί στα μέρη σου που η σιωπή κυριαρχεί, ο ήχος ξεθωριάζει. Εκεί μένει χωρίς να αντιστέκεται, χωρίς ένα παράθυρο καν. Πόση ώρα ακόμα θα προσεύχεται. Το απολαμβάνω, μου είπες, το κάνω πρόθυμα. Σαν τη δύναμη που ενθαρρύνει το αύριο να γεννηθεί και να πεθάνει. Πως μιλάνε οι μάγισσες, πως σιγοτραγουδούν; Πως μετρούν τον ουρανό; Γιατί υφαίνουν κλάματα; Ακουσα φωνές από το υπόγειο και ήταν ποδηλάτες από το δρόμο. Στο υπόγειο εγώ βρισκόμουν.Γονάτισα εμπρός σου και χάθηκες. Τρόμαξες. Ηλιαχτίδα ανάμεσα σε βαριεστημένα και σταυρωμένα σύννεφα. Σαν δοξαριά που σε σκίζει μέσα για μέσα σου.

Έκπτωτοι άγγελοι παντού και κατσαρίδες και σιχάματα.

Πώς να ανθίσει γέλιο εκεί μέσα;

Μόνο εσύ έχεις το χάρισμα να είσαι πανταχού παρούσα.

Μα έτσι δεν αναπληρώνεις τίποτε.

Μα όλα καλά τώρα.

Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους.

Τα κλάματα στο λαιμό της θάλασσας και εσύ στην πέτρα καθισμένη να μην ακουμπάς τα πόδια σου στο χώμα.

Όσα μάτια και να είχα, όσο κι αν τα σήκωνα σε ουρανούς, πάντα τα σύννεφα θα μπουν ανάμεσα μας.

Όσες λέξεις να μάζευα κι αν τις έριχνα στο αχανές εκείνο της σιωπής πηγάδι, η απόσταση δεν θα άφηνε στάλα να ακουστεί.

Πόσες νύχτες δεν έκλαψα, μα πάντα ξημερώνει, πόσα τάματα, πόσες προσευχές, εγώ ο λίγος, ο υποκριτής, ο ψεύτης, ο απατεώνας.

Τι άραγε είχα να κερδίσω από το τίποτα που γύρω μου το πουθενά ορίζει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές