Η ΑΝΝΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΑΦΑ
Kαὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.
Ζώντας εκεί που η ζούγκλα γίνεται ουρανός, έμαθε να μαζεύει φυλαχτά, τάματα και ενθύμια. Κομμάτια από τις οπλές φευγάτων ζώων, μέσα σε ρηξικέλευθες σιωπές.
Προσπαθούσε να διώξει το κακό και το συμφέρον. Μέσα στην αγκαλιά της φωτιάς, πέταξε με μια θαυμάσια θρησκευτική τελετουργία, όλα εκείνα τα δεινά που κληρονόμησε και που εδώ την έφεραν.
Την ίδια ώρα γυμνή, σαν το λευκό, στην θάλασσα ξεχύθηκε, σφαδάζοντας και μέσα στην καρδιά της μήτρας που την έθρεψε και λάθεψε και δεν έμαθε ποτέ το γιατί, εκεί σε εκείνη την μήτρα, έπλεκε σιωπές στα ανταμώματα. Ύστερα απομακρύνθηκε και έμεινε να στέκει παράμερα, σχεδόν απέναντι και ξανά έφερνε στα μάτια της τα περασμένα.
Τους Χειμώνες και τους δανεικούς φίλους, τους νεκραναστημένους έρωτες, τα μαραμένα άνθη που με εκείνο ζωηρό κίτρινο, όσο ζωντανά ήταν, προσπαθούσαν φιλίες με τον ήλιο να γυμνάσουν.
Γιατί με κοιτάς;
…
Με κοιτάς, γιατί με κοιτάς, δεν βλέπεις τα σκοτάδια που έρχονται; Κάτοικος οδυνηρών τοπίων και φευγαλέων εικόνων είσαι. Τι άλλο μένει πια ;;;
Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
Εκεί στα πιο μέσα, στα πιο βαθιά ενός ξύλινου συρταριού έχει φυλάξει τα κλειδιά των πέρα δρόμων. Εκείνων των παράταιρων δρόμων, που θα την πήγαιναν ακόμα πιο μακριά.
Στο πέρα από εδώ. Μερικές φορές η αιωνιότητα θέτει προϋποθέσεις.
Είσαι καλή στην τέχνη του κολλάζ, να μην πάει τίποτα χαμένο, πιστεύεις στα παράθυρα και όταν ανοιχτά τα συναντάς, με μια
τεράστια έκπληξη στα μάτια, κατευθύνεσαι στους καταρράκτες. Σημείο επαφής ελλειπτικό, μηδενική βαρύτητα, καμία σοβαρότητα.
Τώρα στέκεις εκεί απέναντι, με μια λιβελούλα αναπνοή και μοιάζεις περισσότερο με γέλιο που έλιωσε η βροχή. Ένα ελάχιστο κυκλάμινο. Μια δοξασία.
Κάθε που νύχτωνε έκρυβες την θλίψη και έτρεχες ξυπόλητη να ποτίσεις τα γεράνια. Εκείνα με το που ξημέρωνε, είχαν μαζέψει όλο το κόκκινο για σένα.
Στο είχα πει, μην κάνεις πως τώρα δεν θυμάσαι. Στο είχα πει πως στο συρτάρι βρήκα τα κλειδιά, μην με κοιτάς σαν ξένο, έφτασε πια η ώρα που αυτή η μεγαλειώδης ζούγκλα, όπως και να έχει, πάνω από εμάς θα απλωθεί. Σαν κόσμος.
Ένας θεός άστεγος, μα ψύχραιμος, όχι δίκαιος, καθόλου φοβισμένος, θα πάρει εντολή και θα αρχίσει να συμπεριφέρεται σαν εξίσωση, σαν λύση, σαν τιμωρία.
Σταμάτα λοιπόν να με κοιτάς, εσύ μου ζήτησες να ζωγραφίσω εμπρός σου το πορτραίτο σου, μην ρίχνεις τώρα νερό στα χρώματα, δεν δημιουργείτε έτσι του ουράνιο τόξο.
Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία.
Τις νύχτες που η Γη γίνεται ο κόσμος των πουλιών, συνηθίζαμε να μαζευόμαστε γύρω από την φωτιά και ο Σαμαπρόθε, ξεκινούσε να κινεί τα νερά σαν τα βλέφαρα. Άρχιζε να ξετυλίγει ιστορίες για όσα είδε και άκουσε στην πάνω Γη.
Είναι χρόνια τώρα που ο άνθρωπος τις νύχτες, κατεβαίνει και κρύβετε για να επιβιώσει στην κάτω Γη. Την Γη των ξεχασμένων.
Χτύπαγε ο Σαμαπρόθε το δαχτυλίδι σαν άρπα στο Βυζάντιο και οι μελωδίες του συνόδευαν ανόθευτα τις ιστορίες. Έτσι φανταζόμουν τις ιστορίες. Λεπτές, ευθυτενείς με τα μαλλιά ανέμελα, να βοηθούν να καταρρέει ο μύθος, έτσι πρέπει να γίνεται με τους μύθους όταν τους γνωρίσεις από κοντά.
Γιατί ο μύθος, προσπαθεί να γυρίσει εντός σου. Να γυρίσει και να σταθεί στο ανάστημά σου. Εντάξει δεν ήσουν και πρώτο μπόι εξάλλου. Ήξερες όμως, από τότε ήξερες και δεν σε πονούσε που σε χτύπαγε, σε πονούσε που ήξερες πως σε χτύπαγε γιατί πίστευε
πως βλέπει την εικόνα σου Αύριο. Δεν ήταν οι πληγές που άφηναν τα χτυπήματα, μα η σκληράδα τους και το άδικο. Τότε ήταν που αναζήτησες την ρευστότητα του εαυτού σου, το είναι σου που χυνόταν στα ξεροχώματα. Πάσχιζες να προλάβεις να το συμμαζέψεις, να το κάνεις πόσιμο, να τρέξει σε χωράφι οργωμένο να βλαστήσει τη σπορά, να το κάνεις και πάλι όπως τα πριν. Να το αναθρέψεις.
Μα όλα τα μυστήρια μαζί. Οι θόρυβοι τις νύχτες, οι παρουσίες, οι ενοχές, οι αποχαιρετισμοί.
Τώρα δεν θυμάσαι καν πότε μεγάλωσες, σαν να βρέθηκες ξανά εδώ σήμερα μεγαλωμένη. Μεγαλωμένη και έτοιμη. Να κάνεις πράγματα στην μέρα, συνήθειες πως λένε και που ιδέα δεν έχεις αν τις έχουν και άλλοι, όχι πως σε κόφτει εσένα. Ας κάνει ο καθένας όπως θέλει, δικό του κουμάντο είναι, ότι του καπνίσει, ελεύθεροι άνθρωποι είμαστε.
Εκείνη η τρύπα στην σκάλα που οδηγούσε στον ουρανό, άραγε υπάρχει ακόμα;
Εκείνη η τρύπα που ήταν το Καταφύγι σου. Από εκεί θωρούσες ότι δεν μπορούσες να αγγίξεις, τον ουρανό και το πέταγμα των πουλιών. Κάθε που ταίριαζε να κρυφτείς, εκεί κατέφευγες.
΄΄θα γίνω πουλί΄΄ έλεγες
Να γίνω πουλί, να φύγω στον ουρανό, πέρα μακριά.
Δεν ήξερες τότε πως πετάνε τα όλα τα πουλιά, μα δεν σε πάνε όλα τα πετάγματα μακριά…
καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά.
Kεφάλι σκύλου στα μπροστά, φοβάσαι πάλι, μα μόλις κάνει αριστερά, πουτάνα γριά θυμίζει και ξεχνιέται και ονειρεύεται και δώστου πάλι.
Τρικυμία σε ποτήρι. Ποιόν να ταράξει;
Ποιος να φοβηθεί;
Δώστου πάλι από την αρχή, να τραβούν μέλισσες το άρμα του σκορπιού, τόσο βαθιά, από εκεί που δεν υπάρχει επιστροφή.
Είδες πουλιά, ζώα, ψάρια, να εργάζονται; Να αποταμιεύουν, να θέλουν ιδιοκτησία;
Να έχουν ταυτότητα, σύνορα διαβατήρια;
Να θέλουν διακοπές;
Όχι ε;
Όλα ετούτα τα δεινά, του ανθρώπου είναι δημιουργία και τα έκανε δικά του. Το ΄΄εξυπνότερο΄΄ των ζώντων όντων, το εξυπνότερο λέει, του ζωικού βασιλείου.
Είναι ο καιρός που τα φεγγάρια βολτάρουν στα Λεύκτρα δυο δυο. Εκείνο του κόκκινου ελαφιού, το άλλο το μπλε της μεγάλης θλίψης και ου το καθεξής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου