Δρόμοι νεκροί εξαίσια τοποθετημένοι στα μάτια πεινασμένων τουριστών
Είχαν μαζευτεί όλοι οι Άγιοι στην στροφή και του έκαναν νοήματα, να πάει προς εκείνους.
Να προχωρήσει.
Μα ο δρόμος πήγαινε στο δικό του δρόμο, ανάποδα και ήταν αρνητικός στις συναισθηματικές ανθρώπινες ανάγκες.
Ούτε η ύλη αυτή καθαυτή τον ενδιέφερε, είχε δικό του τροπάρι.
Δεν εμπιστευόταν τους ανθρώπους, δεν ήταν μάνα για να κανακέψει, ούτε δούλα για να ικετεύσει. Αντιπαθούσε την τρυφερότητα. άλλωστε οι άνθρωποι μόνο τον πατούσαν σε όφελος τους κάθε φορά.
Έτσι είχε μάθει, να αμύνεται. Αχρήστευε τα βήματα και τις λέξεις, δεν καταλάβαινε από παρακάλια και συναισθήματα.
Δεν άκουγε.
Οι φραστικές τοποθετήσεις, τα ιδρωμένα χείλη και τα αδιέξοδα μπλα μπλα, τον άφηναν παγερά αδιάφορο, όση καύλα κι αν είχαν.
Μέρα με τη μέρα επέβαλε ένα όχι που γινόταν αδιαμφισβήτητο.
Βραχμάνος πατέρας, για όλα τα δώρα του Θεού υπεύθυνος.
Μητέρα πoτέ μαζί του, Θεός τον έπλασε Θεό. Μικρό Θεό.
Τα κορίτσια, ξυπόλυτα, ήθελαν μαζί του να υπάρχουν και ας είναι πάντα σχεδόν πληγωμένα από τη δουλειά.
Εικόνες που ξαναέρχονται ουρλιάζοντας τα βράδια και δεν είναι πότε μόνες.
Εικόνες που ενοχλούν τα ύστερα του κόσμου για να βγαίνουν τα δάκρυα αληθινά.
Τι όμορφα που είναι τα μαλλιά σου
Πόσο όμορφο είναι αυτό το βράδυ στα μαλλιά σου
Ο βραχμάνος πατέρας στέκει ακόμα εκεί, δρόμος παγωμένος νεκρός από ώρα.
Χαμήλωνε ο ήλιος της εντάσεις και εκεί στα νερά της Tιτιτάκα, κλαρίνα ηπειρώτικα από την φυλή των Ούρος (Uros) σαν μοιρολόγια.
Λένε πώς τούτη η φυλή, κρατάει από πριν τους Ίνκας και ακόμα έζησε μέχρι τα σήμερα.
Μιλάει τη γλώσσα τον Αιμάρα (Αymara), εκείνων που πιάνουν τα ψάρια στα δέντρα και φτιάχνουν άλλους δρόμους στο νερό.
Τα καμπαλλίτος (caballitos) πάνε κι έρχονται γεμάτα τουρίστες, από νησάκι σε νησάκι και ας φοβούνται οι Ούρος (Uros) το νερό.
Έμεινα εδώ κριμένος, να γλιτώσω από νεκρούς δρόμους, ψεύτικα όνειρα, προσδοκίες ατελέσφορες.
Πρέπει να είσαι σαν το φεγγάρι, Να ξέρεις πότε να πρέπει να κρυφτείς, πότε να δεις τα ψέματα.
Να ξέρεις, πότε...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου