υγρά σύμπαντα, υγρές απολήξεις
Λυσίκομη εκείνη, θαρραλέα, περιχαρής και γοητευτική σαν έβενος, σαν σμάλτο, σαν χρυσός.
Εκείνος, ήμερος, ψηλός, λιγνός σαν κυπαρίσσι θαλασσινό ή Ίμερος δοξασμένος. Αδελφός του Έρωτα του θεού, όχι εκείνου της καθημερινότητας των ανθρώπων και του Αντέρωτα και γιος της Αφροδίτης και του Άρη του πολεμοχαρή.
Προσωπική ευτυχία, φιλοδοξίες, αφυδατωμένες επιθυμίες, ιδιαίτερη ταυτότητα, βραχνοί προφήτες, μηνύματα χαραγμένα με σουγιά στους κορμούς των δένδρων και άλλες παρεκκλίσεις.
Ζωή σεσημασμένη. Ζωή, σηματοδοτούμενη από τις απουσίες. Οι παρόντες μια ειρωνεία, σε υγρά σύμπαντα με υγρές απολήξεις, να κάνουν ότι ζουν, να πειραματίζονται και να υπομένουν. Εξαρτάτε φυσικά, από πια πλευρά τα σύρματα κοιτάς σαν πρέπει.
Αν θα είσαι μέσα ή θα βγεις.
Όταν ο ήλιος μικροφαίνετε, τότε που τα βήματα σωρό αφήνουν οι άνθρωποι, οι πολλοί, τότε αρχίζουν τα ζόρια και σαν οι άνθρωποι οι πολλοί, θα μείνουν με το ελάχιστο, το δάκρυ δεν στερεύει.
Θα αναρωτιέσαι, τι στα βελούδινα συμβαίνει εδώ πέρα, αφού όλα κατά γης είναι αφημένα, μέσα στη γης, για την ακρίβεια, γιατί να χολοσκάς για εκείνα που εσύ ποτέ δεν θα ορίζεις...
Εκείνη
Ξαπλώνει ο ήλιος στα βρεγμένα της μαλλιά τώρα που μικραίνει, όσο δυνατός ήταν, με φωτιά την έκαιγε και έξω της και μέσα της.
Εκείνος
Άκουσε την θάλασσα πολύ πριν την δει, σαν λύκος που κατέβηκε στα πεδινά, γύρευε γεύση ανθρώπου. Είχε σκουριά το κοίταγμα του και το γέλιο δεν έβγαινε συχνά από το σκίσιμο που για στόμα είχε.
Συναντήθηκαν. Της μοίρας τα γραμμένα.
Τον κοίταξε ιδιότροπα και του είπε:
΄΄ κάπου σε ξέρω, κάπου σε έχω ξαναδεί. Παλιά ήταν τότε. Ήταν κάτι βράδια περασμένα και μια ανάσα μας χώριζε, μα δεν μπόρεσα να σου μιλήσω. Ήταν τότε...΄΄
Γεμάτος τώρα πια, αστέρια ο ουρανός, μα ο Εκείνος κοιτούσε εκείνη.
Το φεγγάρι είχε εγκαταλείψει όλες τις γνωστές του συνήθειες και έστεκε εκεί στο βαθύ μπλε να τους θαυμάζει, με μάτια γυάλινα. Σκέφτηκε να τους δώσει όνομα, μα...
...γιατί να μην τους ζητήσει γνωριμία;
Πιάσαν λοιπόν τα αστέρια βάρδια στην κουβέρτα και το φεγγάρι έπιασε το κουμάντο στην γέφυρα. Πάνω σε αυτό το ουράνιο πλεούμενο, βάλαν ρώτα για τα επίγεια.
Υπολογισμένη έμπνευση.
Βρήκε εύκολα τον τόπο, τον οδηγούσαν εκείνα τα Κινέζικα γκλιν - γκλον στις εισόδους των σπιτιών.
Τέσσερις σειρές σπίτια ο δρόμος, άλλες τρεις από την άλλη, από την πάνω μεριά, γειτονιά κανονική. Να και το ρολόι, το κλειδί κάτω από το χαλάκι δίπλα στην γλάστρα με τα χαμόγελα.
Μια μάζα ρέουσα και βαθιά μπλε στα δεξιά του. Από τα Σύβοτα, μέχρι της Πύλου το λιμάνι και βάλε. Κοίταξε από το τζαμιλίκι, έμοιαζε να ζουν σήμερα, την Άννα την φόβιζε αυτό. Άννα λοιπόν το όνομα της.
- Κώστα θες χυμό;
Ο Κώστας είχε απλώσει τα κανιά του από καρέκλα σε καρέκλα, είχαν μαζί τους και ένα μικρόσωμο σκυλί και έμοιαζε έτσι ακούνητοι, να γράφουν χιλιόμετρα στον κόσμο με ποδήλατο. Στα πλαινά του Κώστα, μια 500σαρα Κοτσιφάλι, σαν τάμα τόχε, να την έχει πάντα απίκο, έτοιμο χρειαζούμενη.
Το φεγγάρι κοιτούσε αμήχανα, να κεραστεί δεν ΄΄ έπαιζε ΄΄, μα ούτε να κάνει πως δεν βλέπει.
Να βάλω σκοτούρες στο κεφάλι μου, περισσότερες από αυτές που έχω, δεν το βρίσκω σωστό, σκέφτηκε.
Είχε αρχίσει να ψηλώνει ο ήλιος και όσο το φεγγάρι τραβούσε για άλλους κόσμους, εκείνος παιχνιδιάριζε με κάτι ατίθασα σύννεφα, που είχαν λοξοδρομήσει. Ξύπνησαν Ιβίσκοι στα μάτια όσων ζωντανούς τους βρήκε, τόσο όμορφοι, που έχανε η μέρα τον σκοπό της. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος πλαγιάζει με όποιον να ναι. Σαν τους πανιδονιστές ένα πράγμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου