τι και αν γιόρταζε κάποτε
Δεν ήξερε πως αβγάτιζαν τα σύννεφα. Δεν τον είχε απασχολήσει και ποτέ. Του έφτανε που υπήρχαν.
Να είναι εκεί, να σπάνε την μονότονη ομορφιά του ουρανού. Να ντύνουν εκείνο το ορθολογικό μπλε του θόλου.
Ώρα τώρα κοιτούσε πέρα, μακριά και μπέρδευε τις εποχές και τις καλοσύνες τους. Θυμήθηκε τότε που στεγνώνανε στο τσιμέντο μετά το μπάνιο, με το λάστιχο και ο παππούς του ο Γιάννης, μόλις τον έβλεπε να αργοστροφάρει του φώναζε:
- Eεε, παιδί, το όνειρο ανήκει μόνο στο όνειρο και τα ψάρια στις θάλασσες.
Τότε εκείνος, έφερνε φούρλες και κυλιόταν πάλι στην άμμο, μέχρι να τον αγκαλιάσει η θάλασσα και άντε πάλι από την αρχή.
Πέρασαν τα χρόνια, "έφυγε" ο παππούς, μονιάσανε τα μέσα του (ή έτσι ήθελε να πιστεύει), μα όπως και να΄χει, πάτησε τα ΄60 τώρα πια, δακρύζει μαζί με την βροχή, να κρύβεται από εκείνα που τον χαίρονται.
Περάσανε τα χρόνια, μα ένα περίεργο πράγμα, τα στερνά, να μοιάζουν με τα "πρώτα". Και τότε και τώρα βιάζεται να ...ζήσει. Για διαφορετικούς λόγους δε λέω, μα η επιθυμία μετράει.
Εχτές είχε την γιορτή του, εκατοντάδες μηνύματα με ευχές στα σόσιαλ, στο "νέο κόσμο", μα μια απέραντη μοναξιά τον έχει ακόμα τυλιγμένο, σαν πέπλο που δεν βρίσκει διαφυγή.
Μόνο ο Λευτεράκης τα καταφέρνει, με ότι και να τον κουκουλώσεις, εκείνος θα βρει την τρύπα να πάρει αέρα. Δυο τρεις φίλοι όλοι κι όλοι και κάνα δυο ακόμα που νοιάζεται, δεν θέλει και περισσότερους, ουκ εν τω πολλώ, που λέγανε οι αρχαίοι.
Αναλογίζεται την διάρκεια, αυτού που λέμε ζωή, ο χρόνος προσχηματικός. Να δικαιολογεί τα "δεδουλευμένα", πόσο ο ύπνος, πόσο η εργασία, πόσο του μένει...
Ο γιος του να ταξιδεύει μέσα σε πραγματικότητες, είτε αληθινές, είτε εικονικές, είτε ακόμα μέσα από την ουτοπία της μουσικής.
Η καλύτερη του φίλη, να κοιμάται και να ξυπνάει με το διαβατήριο στην κωλότσεπη και ο νους της όλο στο φευγιό. Και να μπορούσε να πάει ένα πρωί και να της πει:
- Ορίστε, πάρε το εισιτήριο, πάρε και τα βάουτσερ. Το εισιτήριο είναι με επιστροφή, αλλά ο Ruta 40, όλος δικός σου. Περπάτα εκεί που ζουν τα Nothofagus pumilio, το Berberis και η Gunnera magellanica.
Ωραία τα ταξίδια και σε ποιον δεν αρέσουν;
Να μπορούσε να δώσει, όλο αυτό σκέφτεται. Να δώσει ότι έχει ή ότι μπορεί;
Γιατί μπορεί να θες, μπορεί και να μπορείς, μα αν δεν έχεις;
Αν έχει στερέψει;
Αν φοβάσαι να στραγγίξεις πάλι τα σύννεφα;
Αν φοβάσαι να εμπιστευτείς;
Τι γίνεται τότε;
Κοιτούσε πέρα μακριά ώρα τώρα, δεν ξεχώριζε αν ήταν κτίρια μπροστά του ή θάλασσα, δεν τον ένοιαζε. Έβλεπε μόνο ένα μικρό σπίτι με αυλή, με μια λεμονιά μπροστά του, να βλέπει θάλασσα.
Άλλες φορές μπερδεύει την μοναξιά με το κενό, το τώρα με το πάντα και ας ξέρει τα του χρόνου και την διαχείριση του. Ας γνωρίζει πως και το σκοτάδι φως είναι, αφού με την απουσία του φωτός το μετράς.
Και ο έρωτας;
Χαμογέλασε, σκέφτηκε:
- 'Ελα τώρα, μεγάλα παιδιά είμαστε, μην παραμυθιαζόμαστε μεταξύ μας. Αγάπη ΝΑΙ, μα ο έρωτας είναι εγωισμός, είναι ΘΕΛΩ ΕΓΩ, δεν σκέφτεσαι τον άλλον παρά μόνο την πάρτη σου, άσε που έχει ημερομηνία λήξης. Η Αγάπη όμως...
...Η Αγάπη όμως μπορεί να διαρκεί εσαεί, όσο είσαι ζωντανός. Μπορείς να Αγαπάς και εν αγνοία του άλλου και να αισθάνεσαι όμορφα.
Δεν λέει να μαζευτεί ο καιρός, γεμάτος φληναφήματα, πάνω σε μέρες φεύγουσες.
Και όπως είπε κάποτε κι΄ ο Τζέρι Λούις :
– Πρέπει ν΄ αγαπάς τον εαυτό σου, γιατί στο κάτω κάτω μ΄ αυτόν θα ζήσεις όλα σου τα χρόνια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου