ιστορίες κεντημένες στο κορμί σου
Είναι στο χάσιμο λέει το φεγγάρι, μα εγώ από τα χείλη σου κρατιέμαι.
Από τη θάλασσα ερχόντουσαν οι μουσικές, έτσι γίνεται σε αυτό τον τόπο τις μέρες του Παχνή, στις μέρες του μεσοσπορίτη.
Εάν έχεις γίνει ένα με τη μελαγχολία μιας ασήμαντης μέρας, τράβα στο δικό σου δρόμο ίσα στο βορινό ορίζοντα και η μυροβόλος, ασπασμός στους φύλακες του μήνα θα γίνει.
Σε ρώτησα Νεφέλη πώς γίνεται να αγαπάς ένα πρόσωπο που ποτέ δεν υπήρξε και πού πότε δεν θα υπάρξει...
Καθόσουν το απόγευμα στο μπαλκόνι και κάθε δεύτερο απόγευμα ακριβώς πότιζες άδειες από λουλούδια γλάστρες, λουλούδια πουθενά.
Ο ήλιος, πολεμούσε το φεγγάρι σου, στις 4:00 το απόγευμα ακριβώς, για μια φορά μόνο, χτυπούσε με λύσσα το τζάμι της μπαλκονόπορτας του τρίτου ορόφου.
Έτσι σε είδα
Έτσι Σε πρόσεξα
Άδειο το διαμέρισμα
Τότε ήταν που έπεσαν τα μάτια μου πάνω σου
Σκέφτηκα, μα στα αλήθεια έζησα και εγώ κάπου;
γιατί τώρα το ορατό λευκό είναι εντονότερο;
γιατί διαρκεί η αναμονή;
γιατί οι νύχτες πετροβολούν το φεγγάρι;
Εσύ ατάραχη σαν εκείνα τα πράσινα χνούδια, που είναι ενάντια στην ευθυγράμμιση που δεν ντρέπονται που συνωμοτούν έξω από τις γεωμετρίες μακριά από κάθε προσωπική επιθυμία.
Σαν εκείνα τα φιτράδια που χάσκουν και γελούν προκλιτικά, στα κενά από τις πλάκες των βηματισμενων πεζοδρομίων και μοιάζουν περισσότερο με αντάρτες πόλεων παρά με χλόη.
Εκείνες οι φύτρες που αντιστέκονται στους κανόνες και στο αστικό καθωσπρεπισμό.
Έβγαλες αργά τα ρούχα σου σαν να ήταν ξέχωρα από σένα, κάπου τα έθεσες να στέκονται, κάπως να φαντάζουν.
Ίσως να μην με είχες δει καν
Γέμισε φως η μάτια και το σκοτάδι, το δωμάτιο μεταμορφώθηκε σε κήπο ολάνθιστο.
Από τη χαραμάδα της μπαλκονόπορτας κοιτούσα ώρα τώρα, σήκωσες το κεφάλι ολόγυμνη και μονολόγησες
- γιατί έχεις λουλούδια μαραμένα εδώ μέσα;
- Δεν μου αρέσει να πετάω τα λουλούδια απάντησα.
- θα τα πετάξω συνέχισες, σαν να είχες ακούσει κάτι αδιάφορο και φτερούγισες προς το βάζο.
Όλα όσα έψαχνα πριν, τώρα, μετά, χωρίς στην πραγματικότητα να γνωρίζω πως έψαχνα, ήξερα τον τρόπο του χαδιού και το ελάχιστο της μέρας κατά πως θα είναι το αύριο, αφού αύριο δεν υπάρχει γιατί μόλις φανεί γίνεται τώρα, ώσπου τα είδα και εγώ εκείνα τα λουλούδια.
Φύτρωναν στην πλάτη σου και ανάμεσα στα δάχτυλα των χεριών σου αίμα έτρεχε.
Ήταν τότε που οι καιροσκόποι είχαν ρέντα, ήταν τότε που η χαρά έμοιαζε με μαρτύριο.
Σε ξεχώρισα από όλες τις άλλες, είχε σημάδια Μαορί στο καύκαλο σου, καλά σημάδια των ρούχων και των λουλουδιών σημάδια από κλάματα ζωντανά.
Κεντημένο το κορμί σου ακμάζει.
Σχέδια από τους τόπους πέρα από τις μακρινές θάλασσες και τα απέραντα ταξίδια
Όλα όσα έψαχνα ήταν εδώ μπροστά μου
Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξες ντροπαλά σε πίστεψα, έκανες ώρα να πλησιάσεις μα ήρθες, κοίταξες πρώτα τα λουλούδια, ύστερα εμένα, τα δάκρυα δεν τα είδες είχαν γίνει θάλασσα, ένα με τη θάλασσα, γύρισες το κορμί σου προς τα πίσω.
Σειρά μου τώρα να περιμένω
Μάταια
Κάνανε τα δέντρα φιδοσιές δίπλα στο νερό
Φοβήθηκες
Γύρισες πίσω στα σκοτάδια σου και τούτα τα σκοτάδια τα δικά σου, τα τωρινά, είναι ποιο ύπουλα, γιατί ράθυμα δείχνουν και ακίνδυνα
Έφυγες
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου