Εκεί που ζεις θέλω να ζω εκεί να αναπνέω
Στον κυνισμό απάντησε με ρεαλισμό η χήνα
- Οκ οκ θενκιου
- Εντάξει αρκετά δεν θα βγάλουμε και δίσκο
Έβρεχε ασταμάτητα εκείνο το βράδυ στης Σίβας την καμπούρα και εμείς κοιτάζαμε τις ανάσες από τα φώτα των αυτοκινήτων στην εθνική
Πόσες βροχές τον πυρετό θεριεύουν
Και πόσα προσανάμματα την σπίθα κάνουνε φωτιά;
...σε λίγες ώρες χρώματα θα κυριαρχούν παντού μέσα στις βροχές στα χιόνια στους ήχους και στα βλέμματα σε ότι αγγίζετε
και σε ότι μπορεί να σε ταξιδεύει...
Χάνομαι με δική μου επιλογή και δική μου ευθύνη στην σιωπή και στις χαραμάδες ενός χώρου αδιέξοδου χωρίς φως όπου οι θεοί δεν έχουν καμία δουλειά και καμία υπόσταση.
Εδώ που το σώμα γίνεται δρόμος για άπειρα λάθη
για οράματα, για μαγγανείες και δείγματα ευτυχίας.
Για μεθυσμένους έρωτες αλλά ποτέ για όνειρα.
Αν οι ικέτες έχουν κάνει σωστά την δουλειά τους με ευθύνη και μεγαλοψυχία τότε έχω ελπίδα κάποια από τα κύματα τις πρωινές ώρες να έρθουν στην σειρά σαν λέξεις προσευχής και να ξεπλύνουν τις πληγές.
Αν όχι τότε σταγόνες από μάτια πυρακτωμένα μετά το τρακάρισμα θα κολυμπούν μέσα μου σε μια ατέρμονα προσπάθεια να με δροσίσουν. Μα όλο και περισσότερο θα με καίνε. Το κορμί θα γεμίσει δρωτσίλες θα ακούω φωνές και γεύση από τα σταφύλια των χειλιών σου θα στέκει αμέτοχη δίπλα σε μια ομορφιάπαρίσακτη και αμειβόμενη.
Εγκεφαλική ρηγμάτωση εγκάρσια μέσα μου και έξω ένα κρύο να σε διαπερνάει σαν καυτό σίδερο.
Δεν υπάρχουν δάφνες να σου φέρω
μαράθηκαν, ούτε τιμές βασιλιά θέλω να σου αποδώσω. Ποτέ μου δεν συμπάθησα τους βασιλιάδες ούτε καν νεκρούς.
Να μην ξεχάσω μόνο βαφή για τα μαλλιά, για τα τριαντάφυλλα να πάρω
να θυμηθώ
να μην ξεχάσω
να προσθέσω κι άλλες τρύπες στα χέρια μου να χωράνε περισσότερα καρφιά.
Τελειώνουν σιγά σιγά τα γράμματα και ξεβάφουν οι λέξεις
Ότι περισσεύει από εσένα το μαζεύω και το βάζω σε κορνίζα.
...Και εσύ που ντρέπεσαι να κλάψεις. Τώρα που βρέχει κοίτα ψηλά στον ουρανό και κάνε την βροχή το άλλοθι σου...
Οι νύχτες που κρατούσαν τις αγρύπνιες μας τα σπίτια που κάηκαν πέτρα πέτρα ο ήλιος που λατρέψαμε σαν Κυπρίνος ζωηρός που πετραδίζει και ρίχνεται με αγριάδα περισσή μες στα γριβάδια.
Το Δεινοθήριο που συνάντησε ο σπαιντερμαν στο σπίτι της θειας Φρόσως για τον Γιώργο λέω και πως γέλαγες εσύ σαν νασουν χαρούμενη από παλιά σαν βροχή πάνω από την θάλασσα, που τώρα φίλη σου έχει γίνει.
Εγώ γυμνός και ολομόναχος σαν να έχω σφαγιασθεί από τους Τσέτες ανάμεσα στον ήλιο και στην θάλασσα εκεί που τα όρια δεν έχουν υπομονή εκεί που ψήνουν στην πέτρα το ζυμάρι.
Εκεί που ζεις θέλω να ζω εκεί να αναπνέω...
Έλα τωρα
μην λες χαζα
το φεγγαρι στο εδωσα οταν σε προτωειδα
τωρα τον ηλιο προσπαθω
στα ποδια σου
να ναφησω
καταγης ομως
να μην κρυωνεις ποτε
ουτε μεσα σου ουτε εξω.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου