δύο Πεύκα ξεσωματα σε ένα βαρύ ηλιοσκοτείνιασμα, ο ορίζοντας καθαρός, Ο Λευτεράκης να λυσσάει με τις παντόφλες του Βασίλη στην αυλή και εγώ να βλέπω πως τούτη την ώρα που ότι θέλω το έχω και είμαι ακόμα ζωντανός, θωρώ την ομορφιά σου γεύομαι τα συμβαίνοντα καφές βαρύς καφές πρωινιάτικος, τσιγάρο από εκείνα τα ...τελευταία λίγους ανθρώπους να νοιάζονται στα αλήθεια και είμαι τυχερός γι'αυτό. μία ησυχία ογκωδέστατη Μα όχι σιωπή και μία βόλτα στη θάλασσα που έρχεται και κάθε φορά που βλέπω την αγκαλιά της μου κόβεται η ανάσα
θάλασσα με αιτία πόσο μπλε.
του Κιριμπάτι τα νερά
Στου Κιριμπάτι της ακτές νεράιδες δεν υπάρχουν ούτε λουλούδια ολόλευκα φυτρώνουν στις σχισμές μόνο ανθρώπινες ψυχές χτίζουν με αίμα δρόμους μόνο προσφύγων οι ορδές, ζητάνε να σωθούν κι όταν τα χέρια απλώνουνε μπρος στα δικά σου μάτια καλά θα κάνεις να σταθείς, στο όνειρο κοντά Του Κιριμπάτι τα νερά δεν φτάνουν στο Μπαϊρίκι Και με βαρκάδα δεν μπορείς να μείνεις ζωντανός.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου