Χαμηλώνει τυχαία το ύψος, πίσω από τα κάγκελα βρεγμένος δρόμος που μονομερώς εκλιπαρεί να έρθει το φως και μία συγνώμη.
Οι παιδικές φωνές έγιναν σκαλοπάτια ανηφορικά, τα χαμόγελα ουρλιαχτά, η σκόνη πήγε και στάθηκε στα βρόμικα από πριν πρεβάζια, στα χωρίς λουλούδια μπαλκόνια.
Πάνω στη ματιά σου πού νόθα θέλω την εξαγόρασαν, σε εκείνη τη ματιά που ρυτίδες γέμισε το μέσα μου και έτσι πορεύομαι, από εδώ έως τους τάφους μας, απλώνει χέρι η ύπαρξη μετά το λευκό που γίνεται συμπαγές και κυρίαρχο.
Η δική σου ύπαρξη, θάλασσα γυμνή.
Επιθετική μα σίγουρη, μπρος πίσω να ξεπλύνει τις βρομιές του πριν...
και εμείς άνθρωποι μόνο
Είναι που αγγίζω με τα μάτια το χάδι, τον έρωτα, τη φυγή.
Είναι που έτσι ξορκίζω το σκοτάδι, τη μοναξιά, τον φόβο.
Είναι πού αποφεύγω τα ύστερα αυτού του κόσμου η έτσι πιστεύω.
Ένας αέρας βορινός με κυκλώνει απόψε.
Απόψε το φως αναπαύεται στις μέρες που του έτυχε να ζήσει, αύριο θα είναι γεμάτο ενοχές, ίσως να προτιμήσει τη λύτρωση.
Εκεί είναι για να το προτιμούν οι άνθρωποι.
Δεν είναι δειλό το φως.
το Α το στερητικό ζάρωσε τη φωνή μου μίκρυνε τους ορίζοντές μου και έτσι οι πολεμιστές φόρεσαν τα γιορτινά τους, ούτε η μνήμη συνεργάζεται, μόνο η θλίψη μοιάζει εδώ να βασιλεύει και τούτος ο αέρας ο βορινός εξακολουθεί να ανακυκλώνετε.
Άγγελοι ζώντες
Από παλιά ήταν αλλού. Τον θυμάμαι γελαστό να ζωγραφίζει άλογα στις πέτρες και ύστερα στον άνεμο της αμολούσε. Εκείνος, ο άνεμος, μόνο σε αυτόν χάριζε ήχους, ανάσες, σφυρίγματα, τραγούδια. Ήταν ο μόνος που είχε δει νεράιδες, τις είχε ονοματίσει ανάλογα με το χρώμα τους και αυτές του είχαν πάρει το μυαλό ή μήπως ήταν άγγελοι;;; Μεγαλώνοντας, είχε ζυμώσει την ανθρωπιά του τόσο, όσο χρειάζεται να γίνει το σχήμα σώμα αλάνθαστο και με αρώματα πλούσιο και καλοσύνη περισσή Το κάθε τι που επιθυμείς. Σαν ευχή ένα πράγμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου