Χαμηλώνει τυχαία το ύψος, πίσω από τα κάγκελα βρεγμένος δρόμος που μονομερώς εκλιπαρεί να έρθει το φως και μία συγνώμη.
Οι παιδικές φωνές έγιναν σκαλοπάτια ανηφορικά, τα χαμόγελα ουρλιαχτά, η σκόνη πήγε και στάθηκε στα βρόμικα από πριν πρεβάζια, στα χωρίς λουλούδια μπαλκόνια.
Πάνω στη ματιά σου πού νόθα θέλω την εξαγόρασαν, σε εκείνη τη ματιά που ρυτίδες γέμισε το μέσα μου και έτσι πορεύομαι, από εδώ έως τους τάφους μας, απλώνει χέρι η ύπαρξη μετά το λευκό που γίνεται συμπαγές και κυρίαρχο.
Η δική σου ύπαρξη, θάλασσα γυμνή.
Επιθετική μα σίγουρη, μπρος πίσω να ξεπλύνει τις βρομιές του πριν...
και εμείς άνθρωποι μόνο
Είναι που αγγίζω με τα μάτια το χάδι, τον έρωτα, τη φυγή.
Είναι που έτσι ξορκίζω το σκοτάδι, τη μοναξιά, τον φόβο.
Είναι πού αποφεύγω τα ύστερα αυτού του κόσμου η έτσι πιστεύω.
Ένας αέρας βορινός με κυκλώνει απόψε.
Απόψε το φως αναπαύεται στις μέρες που του έτυχε να ζήσει, αύριο θα είναι γεμάτο ενοχές, ίσως να προτιμήσει τη λύτρωση.
Εκεί είναι για να το προτιμούν οι άνθρωποι.
Δεν είναι δειλό το φως.
το Α το στερητικό ζάρωσε τη φωνή μου μίκρυνε τους ορίζοντές μου και έτσι οι πολεμιστές φόρεσαν τα γιορτινά τους, ούτε η μνήμη συνεργάζεται, μόνο η θλίψη μοιάζει εδώ να βασιλεύει και τούτος ο αέρας ο βορινός εξακολουθεί να ανακυκλώνετε.
του Κιριμπάτι τα νερά
Στου Κιριμπάτι της ακτές νεράιδες δεν υπάρχουν ούτε λουλούδια ολόλευκα φυτρώνουν στις σχισμές μόνο ανθρώπινες ψυχές χτίζουν με αίμα δρόμους μόνο προσφύγων οι ορδές, ζητάνε να σωθούν κι όταν τα χέρια απλώνουνε μπρος στα δικά σου μάτια καλά θα κάνεις να σταθείς, στο όνειρο κοντά Του Κιριμπάτι τα νερά δεν φτάνουν στο Μπαϊρίκι Και με βαρκάδα δεν μπορείς να μείνεις ζωντανός.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου