μετρώντας τις μέρες σαν γυαλί

Σε είδα πρώτη φορά σκυμμένη, με το κεφάλι αντεστραμμένο σε θέση οδυνηρή και τα μάτια στην άβυσσο Σε ρώτησα, τι κάνεις εδώ; Δεν μου απάντησες Σε ξανά είδα δίπλα στην θάλασσα, έριχνες αστερόσκονη από τον Ωρίωνα στα κύματα, είχες βαλθεί να τιθασεύσεις όλους τους μαύρους αχινούς. Τους κόκκινους τους άφηνες στην ησυχία τους. Σου άπλωσα το χέρι μέσα από καθρέφτη, να δεις φως. Να δεις το φως (Σου) Έκανες μικρά, μα κάποια βήματα έκανες, δε λέω και κοντέψαμε τις 1500 μέρες με τις νύχτες τους μαζί, δεν είναι λίγο, τίποτα δεν το λες. Τις πρώτες 300 τις περάσαμε μέσα σε καταιγίδα, ύστερα έβγαλε λίγο ήλιο, ξεμπουρίνιασε και η θάλασσα, ξεθύμωσε. Μετά βροχή και πάλι ήλιος. Ότι όριζε τα θέλω σου ήξερες πως χρώματα γινόντουσαν και καβαλίκευαν τις σκιές, έμενα εκεί να δίνω και να δίνω Κάναμε τις μέρες από μικρές χαμένες, σε κάτι άλλες μέρες μεγαλύτερες, καλοκαιρινές. Μα δεν σου έφταναν όμως. Έκανες το μαχαίρι που κόβει το ψωμί, επιθυμία αιχμηρή, έδωσες μια και έκοψες στα δυο την ανάσα. Έως εδώ, είπες. Τέλος. Είπες τέλος μέσα από μια αρχή που είχες ξεκινήσει και εκεί, έμεινα εκεί, να βλέπω τις σταγόνες να ακουμπούν το χώμα, μια μια, μα ήταν νύχτα και μυρωδιά δεν είχαν και δεν υπήρχαν χρώματα, να ήταν δάκρυ, βροχή, αίμα; Πέρασαν ακόμα κοντά ακόμα 270 μέρες, εγώ εκεί, εσύ εκεί τώρα πια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές