ουσία επαμφοτερίζουσα

Ξημέρωνε Κυριακή. Βολόδερνε στο κρεβάτι σαν και τις άλλες μέρες. Είχε μια αγωνία για το τι καιρό είχε έξω, ο Λευτεράκης είχε τις δικές του. Κάτι ψυχανεμίστηκε, κάτι δεν πήγαινε καλά. Έκανε έναν γάμο, έναν γιο, του άρεσε πολύ να ταξιδεύει. Όχι να φεύγει, ούτε να αποφεύγει, ποτέ να υπεκφεύγει και σε καμία περίπτωση να ξεφεύγει. Σηκώθηκα ψηλότερα και τον κοιτούσα. Η νύχτα μετρούσε τους ηλιόσπορους και ετοιμαζόταν να φύγει... - ...κόλλημα είναι, τις είπε. Απάντηση καμία και εκείνος που για να μπει στην θάλασσα, δεν έμπαινε αν δεν έφτανε το καρπούζι 10 λεπτά, σηκώθηκε και έκανε μπάνιο με κρύο νερό. Χασκογέλαγε και σιχτίριζε μαζί. - να είμαι καθαρός, ακούστηκε να λέει και αν είναι να συμβεί, να μην με πλύνουν ξένοι. Τον ήξερε τον πόνο αυτόν εκεί στον αριστερό ώμο. Κάτι σαν πόνος, κάτι σαν κάψιμο. - Όχι πάλι, μονολόγησε. Αυτόχειρες ιχθύες, με ξύσματα λεμονιού στην άκρη των δαχτύλων, εκεί ανήκε. Έφτασε με λειψές αναπνοές μπροστά από την κροκί πόρτα με την μπλε λωρίδα εκεί που χτυπάνε τα φορεία. Την πόρτα που χωρίζει τον ΄΄ έξω ΄΄ κόσμο, από εκείνον που στα όρια του ξεκινάει ο δεύτερος φόβος και η ελπίδα.
Πλήθος θνητών, άλαλο, περιμένει την κρίση των θεών. Όχι θεών παχύσαρκων με τάματα στα δόντια, ούτε των άλλων των σκληρών που έλεος δεν δείχνουν στον πόνο των ανθρώπων. Αλλά εκείνων των θεών των δοξαστικών, που έχουν σάρκα και οστά και όνομα και επαγγελματική ιδιότητα. Γιώργος, Κατερίνα, Μαρί, Δέσποινα, Κώστας, χειρούργος, παθολόγος, παιδίατρος, καρδιολόγος, αναισθησιολόγος, νοσηλευτής και νοσηλεύτρια, ακτινολόγος, τραυματιοφορέας, ναι, τραυματιοφορέας. Και ας θέλει ο καθένας την δική του βολή, χωρίς υπομονή, με απαιτήσεις, με τρόπους απαράδεκτους πολλές φορές, ακόμα και τότε η γαλήνη του χεριού του θεού, το χάδι του, η καλή του κουβέντα η χαμηλή φωνή του που δύναμη κρύβει και μπορεί στα νεφελώματα να δίνει τόσο πολύ κουράγιο σε σένα που ανάγκη τοχεις, να λοιπόν εκείνο που μας κάνει να διαφέρουμε. Να πως οι πράξεις μας ορίζουν τους θεούς μας.
Η αυλή του Αβεσσαλωμ, φάκελος απόδραση, εφιάλτης σε πλοίο με νυχτερινό μπάρκο στα στενά του Ορμούζ, χωρίς πιλότο, εκεί στην πλευρά του αχινού. Να κάνεις πως δεν ήξερες, να πεις πως δεν ταχες μετρημένα; Τι να πρωτοπείς; Ντύσαν στα μαύρα τα πουλιά, τους δώσανε και αξίες και ονόματα δυσοίωνα και εκείνα βάλθηκαν να κάνουν το πρώτο τους πέταγμα. Τι να προλάβεις να αντέξεις; Τι να πρώτο μαρτυρήσεις; Υπέγραψα, με δική μου ευθύνη και βγήκα στον δρόμο πάλι.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές