Είναι που η φωτιά από τα σκοτάδια μου φαντάζει πιο μεγάλη και ο Προμηθέας στο βουνό ζάλη μου φέρνει, στα ματία όταν το κοιτάζω.
Όταν κατάματα κοιτάζω τη φωτιά, παρηγοριά η θάλασσα πού από δάκρυ και δάκρυ τόσο μεγάλη έγινε, η θάλασσα που με έφερε κοντά σου κι άνοιξε δρόμο στη φωτιά και της έδωσε τράτο να κάψει ότι υπήρχε.
και όταν πεις
αγαπήσαμε τις ίδιες μουσικές, όταν μαζί κοιτούσαμε όλα όσα αλλιώς φάνταζαν Τυχαίο δεν ήταν όταν είπες:
- Όλα παιχνίδι είναι.
Ανάμεσα στις λέξεις και στο δάκρυ ένας θυμός δρόμος, προσφιλή συνήθεια των ανθρώπων εντός ή εκτός από το δαιδαλώδη χώρο των συναισθημάτων.
Κύμα πίσω δεν γύρισε ποτέ, όλοι το ξέρουν αυτό, μήτε στα μάτια Θεός, ούτε στις προσευχές άνθρωποι, προς τι θυμός λοιπόν;
γέρνει το φως παράπλευρα και χρυσώνει τοίχους αδιάφορος, αδιάφορο και αυτό
- Αδιάφορο;
- Ορκίζεσαι;
Όλα τα όψιμα μηδέν σημάδι στις χαρές μου και το σκυλί να τρέχει στα πάνω και το εγώ να χτυπάει την πόρτα. Χτύπος ατελέσφορος να καρτερώ να ακούσω την ανάσα σου.
του Κιριμπάτι τα νερά
Στου Κιριμπάτι της ακτές νεράιδες δεν υπάρχουν ούτε λουλούδια ολόλευκα φυτρώνουν στις σχισμές μόνο ανθρώπινες ψυχές χτίζουν με αίμα δρόμους μόνο προσφύγων οι ορδές, ζητάνε να σωθούν κι όταν τα χέρια απλώνουνε μπρος στα δικά σου μάτια καλά θα κάνεις να σταθείς, στο όνειρο κοντά Του Κιριμπάτι τα νερά δεν φτάνουν στο Μπαϊρίκι Και με βαρκάδα δεν μπορείς να μείνεις ζωντανός.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου