εκείνη τη μέρα, την μοναδική, ο ήλιος έκανε θαυμάσια δουλειά.
εσύ φορούσες λουλούδια και ένα ουράνιο τόξο μπέρδευε τα πόδια των δρομέων που πέρναγαν μπροστά σου.
Hσουν υπέροχη, φοβισμένη.
Oι βιτρίνες των ακριβών μαγαζιών του κέντρου της πόλης γεμάτες προτεινόμενα, οι άλλες των συνοικιών, διαθέσιμα.
Δεν χαμογέλασες καθόλου, ούτε μία στιγμή.
Πινελιές χρωματιστών λουλουδιών, εναντιωνόντουσαν στην ισχυρή μονοτονία του πράσινου, εσύ ούτε στιγμή δεν πρόδωσε στους φόβους σου.
Εκείνους τους φόβους κράτησες οδηγό και άφησες όλα τα παράθυρα κλειστά.
Δεν καταρρέουν οι θύμησες, οι άνθρωποι μπερδεύονται με τα στερεότυπα.
του Κιριμπάτι τα νερά
Στου Κιριμπάτι της ακτές νεράιδες δεν υπάρχουν ούτε λουλούδια ολόλευκα φυτρώνουν στις σχισμές μόνο ανθρώπινες ψυχές χτίζουν με αίμα δρόμους μόνο προσφύγων οι ορδές, ζητάνε να σωθούν κι όταν τα χέρια απλώνουνε μπρος στα δικά σου μάτια καλά θα κάνεις να σταθείς, στο όνειρο κοντά Του Κιριμπάτι τα νερά δεν φτάνουν στο Μπαϊρίκι Και με βαρκάδα δεν μπορείς να μείνεις ζωντανός.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου