εκείνη τη μέρα, την μοναδική, ο ήλιος έκανε θαυμάσια δουλειά.
εσύ φορούσες λουλούδια και ένα ουράνιο τόξο μπέρδευε τα πόδια των δρομέων που πέρναγαν μπροστά σου.
Hσουν υπέροχη, φοβισμένη.
Oι βιτρίνες των ακριβών μαγαζιών του κέντρου της πόλης γεμάτες προτεινόμενα, οι άλλες των συνοικιών, διαθέσιμα.
Δεν χαμογέλασες καθόλου, ούτε μία στιγμή.
Πινελιές χρωματιστών λουλουδιών, εναντιωνόντουσαν στην ισχυρή μονοτονία του πράσινου, εσύ ούτε στιγμή δεν πρόδωσε στους φόβους σου.
Εκείνους τους φόβους κράτησες οδηγό και άφησες όλα τα παράθυρα κλειστά.
Δεν καταρρέουν οι θύμησες, οι άνθρωποι μπερδεύονται με τα στερεότυπα.
Άγγελοι ζώντες
Από παλιά ήταν αλλού. Τον θυμάμαι γελαστό να ζωγραφίζει άλογα στις πέτρες και ύστερα στον άνεμο της αμολούσε. Εκείνος, ο άνεμος, μόνο σε αυτόν χάριζε ήχους, ανάσες, σφυρίγματα, τραγούδια. Ήταν ο μόνος που είχε δει νεράιδες, τις είχε ονοματίσει ανάλογα με το χρώμα τους και αυτές του είχαν πάρει το μυαλό ή μήπως ήταν άγγελοι;;; Μεγαλώνοντας, είχε ζυμώσει την ανθρωπιά του τόσο, όσο χρειάζεται να γίνει το σχήμα σώμα αλάνθαστο και με αρώματα πλούσιο και καλοσύνη περισσή Το κάθε τι που επιθυμείς. Σαν ευχή ένα πράγμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου