Μέρες τώρα που θέλω να κατέβω στο λιμάνι,
ψέματα, είναι εβδομάδες, μήνες.
Θέλω να κατέβω στο λιμάνι, να είναι βράδυ και να βρέχει δυνατά.
Μα μοιάζει να με πρόλαβε η Άνοιξη.
Να μπω στο πρώτο πλοίο που θα με πάει όπου τα δρομολόγια θέλει.
Να βρέχει όλη τη νύχτα και όταν το πρώτο φως δειλά μας πλησιάσει,
τότε ο ουρανός να πάει έτσι να ξεκουραστεί, έτσι κι αλλιώς όλη τη νύχτα κράταγε τα σύννεφα γεμάτα.
Τότε είναι που τα μάτια εκεί στο πρώτο αναθάρρεμα όσα μπορούν προσπαθούν να δεσμεύσουν,
εγώ θα στέκω απέναντι και εμπρός μας, σαλτιμπάγκοι, κλόουν, ταχυδακτυλουργοί, τσαρλατάνοι μία ολιάς,
θα παρελαύνουν και θα είναι σινιάλο πώς το πανηγύρι των τρελών ετούτου του θλιμμένου πάνω κόσμου, πήρε μπρος.
Γιατί το όλον που ψάχνει ο άνθρωπος δεν θα το βρει, ούτε ταιριάζει στα πλισέ ηλιοβασιλέματα εκείνα των νέο ρομαντικών,
πού τους μπερδεύει το άπειρο και τους κουράζει η αιωνιότητα.
Το δήθεν και το δεν γνωρίζω είναι ευκαιρία τώρα που οι φύλακες κοιμούνται με τις πυγολαμπίδες αγκαλιά, να μπω και εγώ σε τούτη τη γιορτή.
Ποτέ δεν είναι αργά.
του Κιριμπάτι τα νερά
Στου Κιριμπάτι της ακτές νεράιδες δεν υπάρχουν ούτε λουλούδια ολόλευκα φυτρώνουν στις σχισμές μόνο ανθρώπινες ψυχές χτίζουν με αίμα δρόμους μόνο προσφύγων οι ορδές, ζητάνε να σωθούν κι όταν τα χέρια απλώνουνε μπρος στα δικά σου μάτια καλά θα κάνεις να σταθείς, στο όνειρο κοντά Του Κιριμπάτι τα νερά δεν φτάνουν στο Μπαϊρίκι Και με βαρκάδα δεν μπορείς να μείνεις ζωντανός.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου