Η νύχτα αυτή και τίποτε άλλο.
Προσπάθησε να βολευτεί και να βολέψει ότι σκλήρυνε τη μέρα που χάθηκε, την μέρα που πέρασε
Σκέφτεται ώρα τώρα την πρώτη λέξη. Ποια ήταν η πρώτη λέξη όταν με έναν πήδο μπει μέσα στην Ελπίδα.
Ελπίδα!!!
Όλα έχουν μυρωδιά και ο άνθρωπος παίρνει τι μυρωδιά από ότι αγκαλιάζει,
των ανθρώπων που αγκαλιάζει,
των ονείρων που αγκαλιάζει,
μέχρι τότε όμως, Ελπίδα...
Να μην ξεχάσω τα ταΐσω το ψάρι μονολόγησε, πριν αυτοκτονήσω...
Μην αγαπάς τις νύχτες των φίλων που ξυπνάνε.
Ο θόρυβος ξέρει πώς να ξεφύγει από τα όρια και αν αρχίσει να βρέχει άνοιξε διάπλατα το στήθος σου,
να ξεπλυθεί η καρδιά σου.
Θα μπορούσες σιωπηλή να παραμείνεις, θα μπορούσες απλά στην άκρη να σταθείς και να σωπάσεις.
Όμως προτίμησες να σπρώξεις το φθινόπωρο, να γίνεις ένα με τις εποχές, να γίνεις ένα με το θαύμα.
Το ίδιο το θαύμα.
Είχε ώρα που άρχισε η βροχή.
Έχει ώρα που χάθηκες.
του Κιριμπάτι τα νερά
Στου Κιριμπάτι της ακτές νεράιδες δεν υπάρχουν ούτε λουλούδια ολόλευκα φυτρώνουν στις σχισμές μόνο ανθρώπινες ψυχές χτίζουν με αίμα δρόμους μόνο προσφύγων οι ορδές, ζητάνε να σωθούν κι όταν τα χέρια απλώνουνε μπρος στα δικά σου μάτια καλά θα κάνεις να σταθείς, στο όνειρο κοντά Του Κιριμπάτι τα νερά δεν φτάνουν στο Μπαϊρίκι Και με βαρκάδα δεν μπορείς να μείνεις ζωντανός.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου