...ενας δικος μου ανθρωπος...

Με το ένα χέρι τρυγούσε χελιδονοφωλιές, με το άλλο, το καλό, έπνιγε φίδια. Έσερνε κάτι βήματα, κομμάτι σκουριασμένα. Ζύγιαζε τα χέρια του όμως με δεξιότητα, φτερά τα έκανε. Όλων των νεκρών τα πλούτη να είχε το πρόσωπό του δεν Θα άλλαζε. Χλωμό και άραχνο. Οι κραυγές του φτάνουν στο καντήλι και από κει στα αυτιά μου, δρόμο μένει να διαλέξει, μέσα ή έξω από τα δέντρα, με την αγνή πλευρά του μαχαιριού καλά ακονισμένη. Η εισβολή του φεγγαριού, στο εύρος των ματιών του χτίζει σήμερα αγιασμένος χωροφύλακες. όλοι τους ξεπουλημένοι καθαροί. Και τα μαλλιά του... ... πυρωμένα τα μαλλιά του, χρυσόκόκκινο λιοστεφανο, σε πρόσωπο κορνίζα. Με ετούτο το πλάσμα, που ούτε άνθρωπο, ούτε Θεό το λες, έμελε να ανταμώσουμε και να μου δείξει δρόμους που μέχρι τότε ούτε είχα φανταστεί ότι υπάρχουν. Μου γνώρισε το Βάρναλη και τον Καμπισινσκι, έμαθα τους στίχους του Ερωτόκριτου απέξω και ανακατωτά. Αγάπησα τον Θεόφιλο και τον Γιαννούλη Χαλεπά και τον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη μα και τον Ουμπέρτο Εκο. Μου δίδαξε πώς να ξεχωρίζω τα ψέματα των θεών και την αφέλεια των ανθρώπων. Να εκτιμώ και να σέβομαι. Τα Σμαράγδια, μου έλεγε, είναι πιο λαμπερά στην πίσω πλευρά του ορυχείου. Εγώ τον πίστευα γιατί έτσι έφτιαχνα μικρά θαυμάσια όνειρα, μα και τον είχα δει που μάζευε τη θάλασσα χαλί, τον είχα δει άλλη φορά, νύχτα, να φορτώνετε τις σκιές της μέρας και να γίνονται ένα. Πώς να μην το πιστέψω; Έτσι κι αλλιώς κλάμα και γέλιο είναι ο άνθρωπος, τυλιγμένα με κρέας, σε δέρμα και κόκαλα να συγκρατούν και νεύρα και φλέβες και αρτηρίες για την ομαλή λειτουργία της μηχανής. Ήρθε μία μέρα που ΄΄έμπασε΄΄ νερά, λαθροφωλιασε το τσερβέλο του, κάτι σκέψεις, κάτι θολούρες. Μαντάτα... Σκαρφάλωσαν οι κισσοί στα καστρόδενδρα και μοιάζαν με πολιορκητές που ξέμειναν καταμεσής της πέτρας και στολιζόταν στα πόδια του Κάστρου. Το ποτάμι έπαιρνε λίγο από τον ήλιο, λίγο από τον ανθρώπων τις χαρές και τράβαγε το δρόμο του το ποταμίσιο χρόνια τώρα, γιατί είχε ποτάμι εκεί στα πόδια του Κάστρου. Έτσι και εκείνος, αραχνοΰφαντος όπως ήταν άρχισε να σκορπίζει και γίνηκε πουλιά, πολλά πουλιά που φτερούγισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ώσπου δεν τα έβλεπα πια, ώσπου χάθηκαν από τα μάτια μου. Τώρα, στα χρόνια τα δικά μου, γυαλί μπροστά η ζωή μου. ύστερα τοίχος. δεξιά μία τριανταφυλλιά ετοιμοθάνατη.
Kαι μπήκε το φως ανάμεσα στα σώματα και σουλατσάρισε μαζί του στο μάρμαρο παρέα με ρακόμελο στην χαρτοπετσέτα.
Κοίταξε δυο φορές δεξιά, τρεις αριστερά,  μια τα δάχτυλα του και μετά την είσοδο του νου, Αγίασε...
 Αναμένω ακόμα εκείνη τη λεμονιά, χρόνια τώρα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές