καποτε σαν τωρα
Κόκκινη πανσέληνος απόψε, ήρθε και φέτος και έθεσε ακριβώς στα περασμένα χνάρια της. Ούτε πιο δεξιά, ούτε πιο εκεί. Ακριβώς πάνω στα σημάδια των ανθρώπων, πάνω στα πατήματα. Μέσα μου αγώνας να ξεχάσω. Πως να ξεχάσω δηλαδή;
Δεμένος πιστάγκωνα από το χτες, σήμερα πως γίνεται να το απαρνηθώ, να κάνω πως δεν το ξέρω,πως δεν το έζησα. Είναι και αυτή η πραγματικότητα που τελειωμό δεν έχει.
Σκέφτομαι πως καλοκαιριάζει και θα γεμίσουν οι παραλίες από φωτοβολταϊκά σε σχήμα ανθρώπου κι ας μοιάζει στέρφο ετούτο το καλοκαίρι, σαν στροφή προς μια ακατάσχετη μελαγχολία, που και αυτή με την σειρά της και όσο το επιτρέπουν οι περιστάσεις, θα προσπαθεί να παρακινήσει τον θεό να δώσει ακόμα μια ευκαιρία στους ανθρώπους. Μια ποιητική μελαγχολία συνεπώς. Μα καμία αισιόδοξη πίστη δεν είναι παρούσα και ο θεολογικός μονόλογος της μεταρρύθμισης ή του διαφωτισμού, μοιάζει να είναι ανίσχυρος για να επηρεάσει τον θεό για την χάρη των ανθρώπων.
Καλοκαιριάζει και ανάμεσα στα καψαλισμένα νεανικά κορμιά, αχνοί δεσμοφύλακες θα καταγράφουν επιμελώς τις απουσίες όλων εκείνων που δεν γελούν αυθόρμητα.
Και χτες και παλιότερα το ίδιο μοτίβο, μόνο τα χρώματα αλλάζουν. Πως να ξεχάσω λοιπόν, χρώματα, μυρωδιές, ανθρώπους.
Τον γνώρισα ένα τέτοιο κόκκινο φεγγάρι στο Mexico City, στην οδό San Jose la Epifania, εκεί στα σκοτάδια του bar ΄΄Abibayio΄΄.
Έβαζε τις τεκίλες στη σειρά και ονομάτιζε τα τεκιλοπότηρα. Μαλβίνα, Ελένη, Helen, Jane, Ναυσικά, Δήμητρα, Adi, Nene. Όσα ονόματα, τόσα και σφηνάκια τη φορά.
Έμενε πάντα τελευταίος και μόνος. Τόσα χρόνια και ακόμα μιλάει στο Θεό, τόσα χρόνια και ακόμα ελπίζει σε κάποια τυχαία γνωριμία Μαζί του.
Έμπαινε στο δάσος από το ανατολικό μονοπάτι. Κυριακές και γιορτές.
Έψαχνε τρύπες που χώραγε το φως και στεκόταν εκεί με το κεφάλι ψηλά σαν κοτόπουλο.
Χάιδευε το τσιγάρο στο σάλιωμα, τίναζε πίσω τα μαλλιά και χαριεντιζόταν με το σύμπαν.
Κάθε φορά που έστριβε τσιγάρο, Κοσμογονία.
Μιλούσε μόνος του, από μέσα του, το καταλάβαινες και ας μην κουνιόταν κανένας μυς. Τον καταλάβαινες γιατί κουνούσε τα χέρια σαν να ζωγράφιζε.
- γαμώτο, σαν ντράμερ μιλάς. Μίλα μη χορεύεις, τόλμησα μία φορά να ψελλίσω Δεν ξέρω αν με άκουσε, μα ξαφνικά απλώθηκε ολόγυρα μία λανθάνουσα απόλαυση, το πρόσωπο μιας αδιαμφισβήτητης ποιητικής μελαγχολίας και μία σειρά από τυχαία περιστατικά, έμελε να επαναπροσδιορίσουν την σχέση μας.
Εγώ Mexico City δεν ξανά πάτησα ποτέ και από όσο έμαθα εκείνος αποξηραίνει πλέον τα λουλούδια από τις ερωμένες του, ανάμεσα στις σελίδες βιβλίων που έχει αγαπήσει.
Τις νύχτες λένε, αγναντεύει τη θάλασσα και η αλμύρα τον έχει ποτίσει ίσα με το κόκαλο και χορεύουν στο βλέμμα του τα κύματα έναν αργό θορυβώδη χορό.
Τραβέρσο.
Δύσμοιρη άπνοια, εχθρός του, δρόμος μακρόηχος.
Εγώ;
Εγώ τα φέρνω βόλτα πέρα δώθε, με ένα ενδημικό πρωτεύον, σταυρώνω το ψωμί και κάνω το φωτογράφο.
Έτσι ανταμώνω με το φως.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου