ενας ακομα πολεμος

 


Με ρώτησες, τώρα;

Τώρα τι θα γράψεις για αυτό;

Στα πίσω τραπέζια 5-6 άτομα, αντροπαρέα, ανέλυαν το Ρώσο Ουκρανικό πρόβλημα με όρους ποδοσφαιρικούς και από τα λεγόμενα τους έμοιαζαν να είχαν φτάσει στο ΄΄μεδούλι ΄΄ της ιστορίας.

Σε κοίταξα και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο είχε υψωθεί λίγο κάτω από την λάμψη των ματιών σου.

Δεν απάντησα, δεν είπα λέξη. Σκέφτηκα μόνο πως έρχεται μια στιγμή αργά συνήθως στην ζωή που χάνεσαι. Δεν μπορείς να θυμηθείς αν είχες ποδήλατο μικρός, ούτε αν νέος είχες κλέψει από πολυκατάστημα κάτι τελείως άχρηστο. Έρχεται αυτή η γαμημένη στιγμή που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τις τουλίπες από τα τριαντάφυλλα και τα δύο παράγωγα θερμοκηπίου.

Δεν είπα λέξη και ας είχα τόσα πολλά στο μυαλό μου, που θα μπορούσα να μιλώ με τις ώρες.

Δύο από την παρέα σηκώθηκαν και μπήκαν στο εσωτερικό του μαγαζιού, ο ένας πήγε στο ταμείο, ο άλλος για κατούρημα. Ύστερα από  λίγο, βγήκαν μαζί όπως μπήκαν, έσμιξαν με την υπόλοιπη παρέα, είπαν ένα κρυόκωλο αστείο, χαιρετήθηκαν και σκόρπισαν, χάθηκαν στα γύρω στενά, στο σκοτάδι, σαν συνωμότες, σαν σε ενοχή.

Εσύ συνέχισες να με κοιτάς, περιμένοντας κάτι να πω...

...Ωραία λοιπόν, ας αρχίσουμε λέξεις να προσθέτουμε.

Τι χάνει κάποιος;

Στην θέση αυτή, πόση ώρα χρειάζεται να μείνω;

Οι λέξεις;

Εξαναγκαστική προσέγγιση τιθάσευσης των λέξεων. Όλα πάνω στο τραπέζι, να κανονίσουμε να φύγουν οι επισκέπτες. Το κουτί θα ανοίξει αργότερα.

Τα αυτοσχέδια χειρουργεία βρίσκονται στο πίσω στενό, να μην ακούγονται οι φωνές από τους ακρωτηριασμούς, ούτε οι φωνές των αδικημένων, να μην φαίνονται τα πτώματα, να μην μετριούνται οι απώλειες. Μπροστά στον κεντρικό δρόμο στρατιώτες με μπουκάλια κρασί στο χέρι και αγκαλιές νεαρών κοριτσιών θυμιάματα, γιόρταζαν το τέλος του πολέμου. Εσύ δεν ήξερες, μόλις τώρα το έμαθες και εκείνη η ψηλή κορμοστασιά που θύμιζε δένδρο, λύγισε και σταμάτησε στα γόνατα. Βρέθηκε και στα δικάσου χέρια ένα μισογεμάτο μπουκάλι με κρασί, το πως δεν το θυμάσαι, βγήκες να δεις τι είναι ετούτη η αντάρα και βρέθηκες να γιορτάζεις. Ήπιες και ξανά ήπιες και σβήσαν από μέσα σου όλοι οι έρωτες οι ατελέσφοροι που χρόνια τώρα σου έτρωγαν τα σωθικά Τώρα είχε νόημα να ζήσεις. Να θυμηθείς από που ήρθες και για που τραβάς. Να μετρήσεις τα χρωστούμενα  και να πορευτείς ανάλογα.

Ο πόλεμος τελείωσε.

Τι χρειάζεσαι το βάζο για τα μπερδεμένα λουλούδια αφού ούτε σπίτι έχω τώρα πια. Μοιάζει ο κόσμος σαν εκείνη την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε και τα μάτια σου έδειχναν να με ξέρουν χρόνια και τότε πόλεμο είχαμε...


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

του Κιριμπάτι τα νερά

30 χρονια ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

κάτι συνήθειες δανικές