όλα επί ματαίω
Ἐμακρύνθην ἀπό Σοῦ. Ἐπλήγωσα τήν Ἀγαθότητα καί τήν Ἀγάπην Σου. Ἥμαρτον εἰς τόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου. Πάσας τάς ἀνομίας διέπραξα. Ὅλος κεῖμαι στερημένος πάσης ἀρετῆς καί ὑγείας ψυχικῆς καί σωματικῆς. Τό σῶμα μου ἠσθένησε. Στους μήνες τους βουβούς των Λαπώνων, φύτεψα όλα τα κόκκινα λουλούδια που είχα διαλέξει. Τότε ήταν που σου χαμογέλασα πρώτη φορά. Όλα είναι μια τεράστια στιγμή, όσο και να κρατήσει. Ἡ ψυχή ἐκακώθη. Τό πνεῦμα ἀδυνατεῖ. Ἡ βούλησις ἐξετράπη. Τά πάντα συμπνίγονται καί πάσχουν ἐντός μου. Κατέβην ἕως «Ἅδου κατωτάτου». Λύτρωσαί με ἀπό τόν ψυχικόν πνιγμόν τόν ὁδυνηρόν καί τό βάρος τῆς καρδίας τό καταθλίβον με δικαίως. Η βεβαιότητα του θανάτου, το βάρος της απώλειας και η συνειδητοποίηση μιας κάποιας ματαιότητας, είναι στοιχεία σημαντικά που προσμετρώνται. Όλα τα άλλα είναι τόπος χλοερός, στις παρυφές της ουτοπίας, μέχρι που ένα μανιάτικο μοιρολόι έφτασε στα αυτιά μου, σαν βροχή και ήταν αυτό που πιστοποιούσε του λόγου το αληθές. Πάσας τάς ἁμαρτίας διέπραξα. Αὗται πολεμοῦσι με. Αὗται ἐμποιοῦσι μοι τόν ἀφόρητον τοῦτον βάσανον. Ἐλέησόν με. Μόνος ἐγώ πταίω διά τήν τοιαύτην ἐρήμωσιν καί καταστροφήν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός μου. Ὁ ἐγωισμός μέ ἐκυρίευσε. Ἡ ἀμέλεια μέ αἰχμαλώτισε. Ἡ ἀκηδία μέ ἐνέκρωσε. Σε ρώτησα, γιατί δεν πατάς από το νερό. Τούτη η βροχή, μου απάντησες, ξεθυμαίνει με λύσσα πάνω στα λευκά. Συγχώρησόν μοι καί θεράπευσον τήν ἀθλίαν ψυχήν μου. Ἀπέλασον μακράν ἀπ’ ἐμοῦ τό πονηρόν πνεῦμα τό ἐμποιοῦν ἐμοί τόν τοῦτον τόν ἀφόρητον πνιγμόν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Δεν μου έμενε τίποτε άλλο πέρα από το να ΄΄ενθαρύνω΄΄ τον δρομέα. Στην πραγματικότητα δεν ήξερα τι πραγματικά έπρεπε να κάνω ή τι να πω. Υπήρχε ΄΄θόρυβος΄΄ στα μάτια σου και ένα κόσμημα πένθους στο στήθος σου. Ἀπομάκρυνον ἀπ’ ἐμοῦ τό βάρος τό καταθλῖβον τήν καρδίαν μου. Ἐλευθέρωσον μου τήν ψυχήν καί τό σῶμα, ἀπό πάσης ἀμελίας, ἀκηδίας, φυσιώσεως, μετεωρισμοῦ, καταθλίψεως, ἀπελπισίας, ἀδιαφορίας, ἀναισθησίας, ἀπογνώσεως καί νεκρώσεως. Εκείνες οι ανάσες που στενάζουν στους βράχους κάθε που νυχτώνει στα γυμνά καλοκαίρια, εκει κάτω στους Αγίους που στην χάρη τους κάνουν ΄΄παρέλαση΄΄ ξανθιοί σκορπιοί, με είχαν προειδοποιήσει. Ἐγώ αὐτοπροαιρέτως ἐνέβαλλον τήν ψυχή μου εἰς ὅλα ταῦτα. Συγχώρησόν μου, τά πλήθη τῶν ἁμαρτημάτων. Θεράπευσον με ἀπό τοῦ πλήθους τῶν παθῶν μου. Δός ἵνα μή σέ λυπήσω ποτέ πλέον ἕνεκα τῶν παθῶν τῶν κυριευσάντων τήν ἀθλίαν ψυχή μου. Ἆρον ἀπ’ ἐμοῦ τόν κλοιόν τόν βαρύν τόν τῆς ἁμαρτίας. Ἀποδίωξον ἀπ’ ἐμοῦ πάντα ἐχθρόν καί πολέμιον. Εἰρήνευσόν μου τήν ζωήν καί τήν ψυχήν. Καθάρισόν με ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος. Όλα ξεκίνησαν όταν τα ξωτικά πλήγωσαν τον ιππέα, ήταν τότε που τα καΐκια εκτόπισαν τη θάλασσα και οι νεράιδες έγιναν μέρος του λόγου. Ὅπως δυνηθῶ ἐκφυγεῖν ἀπό τά πονηρά πνεύματα τά ἐμποιοῦντα ἐμοί τό σκότος καί τόν ζόφον, τήν ἀπόγνωσιν καί τήν κόλασιν. Ἀνόρθωσόν με ἀπό κλίνης ὀδυνηρᾶς καί στρωμνῆς κακώσεως. Όμως να γνωρίζεις, πως τροχός είναι και γυρίζει, άλλοι ΄΄κόβουν ΄΄ τα καΐκια, άλλοι πάλι, τα κάνουν να γελούν. Ἡ κατάθλιψις καί ὁ φόβος καί ἡ αἰχμαλωσία τῶν λογισμῶν μου ἀποστραφήτωσαν ἀπ’ ἐμοῦ. Γεννηθήτω Σοι ὡς θέλεις. Εὐδοκίᾳ τῆς Σῆς Ἀγαθότητος συντριβήτωσαν οἱ ἐχθροί μου καί ὁ παλαιός ἄνθρωπος σύν τοῖς πάθεσιν καί ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ. Διότι υπάρχουν άνθρωποι ΄΄κενού φορτίου΄΄, ένας από αυτούς και εγώ, μα δεν με προστατεύει η αυτογνωσία, γίνεται απόκτημα, κατόπιν εορτής...
Γένοιτο τό θέλημα Σου ἐπ’ ἐμοί ὥστε χαίρων καί ἀγαλλόμενος, ἄλυπος καί φαιδρῷ τῷ προσώπῳ ἀκολουθῶ Σε καί δοξάζω Σε, ὑμνῶ καί εὐλογῶ Σε εἰς πάντας τούς αἰώνας.
Ἐλέησόν με καί συγχώρησόν μοι τόν καταθλιμμένον καί κεκακωμένον ψυχῇ καί σώματι. Σύ εἶ ἡ Χαρά καί τό Φῶς, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Ἔαρ καί τό Πάσχα ἡμῶν τό Εὐφρόσυνον.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου