γεματο το στομα νερο και χωμα
Λουλούδια αφημένα σε μία κόχη ενός τοίχου, ούτε καν στην αγκαλιά ενός κλειστού παραθύρου.
Ένθεν και κει θεν οι συγγενείς. με το ίδιο τελετουργικό, σαν από φωτογραφίες της χαράς . Η συνύπαρξη μας με τα συναισθήματα, η ανάγκη της θύμησης, η πιστοποίηση της ύπαρξης. Μήπως ξέρω πού να πάω ή μήπως ξέρω πως είναι να αγαπάς;
Άλλαζες πρόσωπα, πότε κύκνος, πότε ξωτικό, πότε άμμος χρυσή και κάθε βράδυ οι νότες από το απέναντι ανοιχτό μαγαζί να μεταμορφώνονται σε δρόμους.
Σε κάτι δρόμους χωριστούς.
Εσύ έμεινες και πετροβολάς στο νερό, στην καμπούρα της θάλασσας και η μελαγχολία στην αναβολή της ίασης.
Άνθρωπος να σου πετύχει ετούτος πού έβρισκε προβλήματα ακόμα και στις λύσεις. Αυτός που γεννήθηκε από την γκρίνια.
Μη σου τύχει.
Από την άλλη μεριά του κόλπου οι πρώτες ματιές. εδώ το δελφινοκόριτσοα να αλλάζουν μαγιό και τα φίδια δέρμα.
Εδώ και εμείς με την σκύλοπαρέα.
Η βόρεια είσοδος είχε πάντα μεγάλη σημασία, τώρα είναι κλειστή, από εκεί περνούσαν τα μελλούμενα, τώρα σιωπή, όλοι θνητοί.
Εσύ μεταμφιεσμένη σε αγριολούλουδο, πεταλούδα άλλες φορές, μέσα στην ομίχλη, γέμισες γύρη τα πόδια και τον αέρα χαμόγελα. Ότι από το στόμα σου περίσσευε παγίδα γινόταν και μόνο τα μερομήνια το έπαιρναν χαμπάρι.
Θυμάμαι αγαπούσες εν Χορό τον Οβελίξ τον Τεντέν το Φυλακούρη.
Jacarandia Mimosifolia, καθόλου μπερδεμένη. Σαφής και ατελέσφορη.
Ήθελα να αγγίξω το πρόσωπό σου, λίγο κάτω από τα μάτια, στις γραμμές εκείνου του θολού Γαλαξία, να μην τους στεναχωρεύεις, να μην στεναχωρεύεσαι.
Μα ποιος να τολμήσει;
Παραμένει η θέληση στο στόματα θαυμάτων και όσες φορές είπα σε αγαπώ, άλλες τόσες σιωπήσεις κοιτάζοντας του φεγγαριού το μαύρο.
Λευκή εσύ. Φως απεριόριστο, ήξερες να διαβάζεις το χώμα, μίλαγες στον αέρα.
Είχες τα ψάρια στα πόδια σου, ρούχα απλωμένα οι ψυχές την ώρα που οι άλλοι, οι πολλοί κοιμόντουσαν.
Σαν να είναι το σκοτάδι εκείνο που τα βήματά σου οδηγεί, δήθεν ήταν κάποτε θάλασσες με κοχύλια.
Εμείς χοροπηδάμε την ζάλη μας, μα η μοναξιά θέλει καλή παρέα...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου