κήποι ολάνθιστοι
Οι εξ αίματος απόντες παυσίλυποι, δρασκελίζουν τα συμβάντα και αναθαρρούν.
Λίγο πιο κει, τρία χαμόγελα δεξιότερα, εσύ πανταχού απούσα, μα απαστράπτουσα, που λένε και οι χαμογελαστοί.
Εγώ αισθανόμενος θαυμάσια στη στάχτη του τσιγάρου μου, διακρίνω στους χάρτες τα αυριανά ταξίδια.
Όλη η ανθρωπογεωγραφία με μία ανάσα.
Μέλισσες τροφαντές και κιτρινόμαυρες, σαν Ολλανδέζες γκουβερνάντες, πετάνε στα λιβάδια, σε εκείνα τα χλωροπράσινα και περιμένουν τα νερά.
Ορνιθογκάλουμ, Ερεμουρους, Υπερικουμ, Λίλιουμ Οριεντάλ, Αλστρμέρα.
Γέμισε ο τόπος αρώματα νυχτιάτικα.
Έτσι είναι, ότι χωρίζει ο χωρισμός και ότι χωρίζει σμίγει και τι είναι εκείνο που έρχεται καταδικά εμπρός;
Εμπόδιο.
Παντού.
Με θυμωμένο προσωπείο να αποφεύγεις τα πολλά πάρε-δώσε. Σήμερα όμως είναι αλλιώς ή έτσι δείχνουν τα πράγματα.
Η μουσική που περπατούσε πάνω σου δεν έμοιαζε με ότι είχα δει. Ήταν ζωσμένη με τόξο και φαρέτρα γεμάτη με βέλη, δεν έφερε μουσικό όργανο και περπατούσε λεπτότερα, σχεδόν λεύτερα.
Στον αριστερό ώμο κεντημένος ο Ωρίωνας, κατά προσέγγιση και επτά αστέρια πού στο μέτρημα σκόνταφταν και αυγάτευαν, ξαναμετρούσες και ΄΄ έβγαιναν ΄΄ 14 στη θέση του φτερού.
Στάθηκες εμπρός μου, πρόλαβες μόνο να μου πεις:
- Μην ξεχάσεις να παρουσιαστείς
Μετά χάθηκε η λαλιά σου,
Φτεροκοπούσε ολόγυρα από τα πορφυρά και ας προερχόταν από χρόνους αθόρυβους και δευτερεύοντες.
Η ιδιοτροπία του προσώπου της μακρύ, χλωμό που αργοβυζαίνει τον αέρα μονότονα με σύντομα κοφτά ξεθωριασμένα χαμόγελα.
Τα μάτια της διαρκεί και ζωηρά.
Έτσι μας πρόλαβε το σούρουπο. Άμαθο και θνησιγενές. Με μεταχειρισμένα κομμάτια ομορφιάς. Κάποια. Κάποια άλλα δανεικά
Όπως και να χει όλα για ξόδεμα είναι.
Θυμάμαι αόριστα ένα χάδι ή μήπως ήταν φύσημα του αέρα που ξεστράτισε;
Μήπως θλιμμένες μουσικές στο διηνεκές;
Τοξότης μήπως;
Μόλις που πρόλαβα μέσα στη νύχτα να κρυφτώ, όσο πέρναγε η ώρα τόσο θέριευαν ολόγυρα μου οι σκάλες. Καμία ηρεμία δεν επινόησα, ούτε να σπαταλώ δυνάμεις ένιωσα. Δεν περίμενα να έρθεις κοντά μου, να πορευτούμε μαζί.
Να μου συμπαρασταθείς.
Ψυχοπονούσε η νύχτα, βασανιζόταν και ξέδινε πάνω μου όλη τη δικιά της αγωνία.
Εντάξει δεν λέω, με έκρυψε, μα πόση κρυμμένη ομορφιά, κρυμμένη στης νύχτας της παρελθούσης το βασίλειο.
Πόσες κατηγορίες αναπόδεικτες και πόσες αμαρτίες να βλασταίνουν. Και εκείνο το πρόσωπο το χλωμό, χλωμό υφαίνετε μα νιώθει.
Το πρόσωπό σου το αγνό.
Αναζητούσα ΄΄ γη και ύδωρ ΄΄, τρεχούμενο νερό έστω, σε διψασμένα χρώματα και βρήκα λόγο να υπάρχω.
- Κανείς δεν θα με κρίνει, είπες
Έμαθες να ανθίζεις σαν λουλουδάκι με όλο το φως στο κατόπι σου, να σκορπίζετε μόλις σε άγγιζε.
Τώρα είναι αλήθεια δεν σου πήγε νύχτα.
Η νύχτα δεν θαυμάζει την χλωμάδα.
- Μα κανείς δεν θα με κρίνει, είπες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου