ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΜΕΡΑ ΝΕΑ ΜΕΡΑ
Δεν έκλεισε μάτι εκείνο το μπλε βράδυ . Ήξερε πως είναι το τελευταίο του.
Το τελευταίο βράδυ της ζωής του.
Αυτής της ζωής.
Γέμισε το δωμάτιο γυμνούς θορύβους.
Έμοιαζε με ακροβάτη στη φωτιά η μοναξιά, εκείνη η μοναξιά που λίγο πριν ολόγυρα του χόρευε. Κρύβονται οι σαλεμένοι στους ίσκιους μαζί και εκείνη.
Πόσες φωτιές να αφήσει να τρέξουν στο νερό, έτσι όπως κάνουν οι πιστοί στα σύνορα του Γάγγη Εκεί που αγγίζουν οι ζωντανοί, τις πύλες του άλλου κόσμου.
4.53 π.μ.
Κανόνισε για ότι ήταν να πάρει μαζί του, ταχτοποίησε τα χρωστούμενα, έστειλε τα γράμματα που ποτέ έως τώρα δεν είχε καταφέρει να στείλει, μόνιασε και με τις συγνώμες που όφειλε
Η μιλιά του είχε κόψει μέρες πριν. Τώρα έχανε και την ακοή. Του έμεινε η όραση και η αφή.
Με την αφή συνεννοήθηκε και την παράχωσε για άλλους καιρούς κατοπινούς, μα κράτησε σφιχτά την όραση.
Ένα μικρό σακίδιο πλάτης ήταν αρκετό. Λίγο χώμα, αρκετά δάκρυα, έναν ανθό γιασεμιού, από εκείνο που στήριζε την πόρτα, τρεις τέσσερις λευκές σελίδες, καθόλου ονόματα, καμία φωτογραφία. Από βιβλία πήρε ένα, την ΄΄ Ηθική ΄΄, του Πιοτρ Κροπότκιν. Δεν έμοιαζε να χρειάζεται τίποτα περισσότερο.
Βγήκε από το σπίτι, η Κηφισίας έρημη. Γύρισε το κεφάλι δεξιά, το γύρισε και αριστερά, τίποτα δεν βόλευε.
Σήκωσε τα μάτια ψηλά στον ουρανό, σκάλισε με γυάλινα σκαρπέλα έναν μικρό Ωρίωνα, κατανόησε την δυστυχία του ανικανοποίητου, του ψεύτη, του αχάριστου. Δικαιολόγησε την πλεονεξία και τον θόρυβο του χειροκροτήματος.
Έκανε δυο βήματα εμπρός. Κοντοστάθηκε. Πρώτη φορά κρυφοχαμογέλασε.
΄΄Μακάριοι, φώναξε, όσοι ανταλλάσσουν την ελπίδα με την βόλεψη΄΄.
Η λύτρωση είχε έρθει.
Μόνο μια σκιά θα μείνει σαν λεκές. Όχι πληγή.
Ζαλώθηκε το μικρό σακίδιο, πήρε τους ελάχιστους φίλους σφιχτά στην καρδιά και στο μυαλό του και έκανε προς τον Νότο, εκεί που οι μέρες ζεστές είναι και τα πουλιά κολυμπούν στα χρώματα. Τα κοράκια τα κατάμαυρα χάρισμα της.
ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΜΕΡΑ
ΝΕΑ ΜΕΡΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου